Πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής, αφού μας συστήθηκε και μας καλωσόρισε, πρότεινε να γνωριστούμε μεταξύ μας, πλησιάζοντας κάποιον συμφοιτητή που μας ήταν εντελώς άγνωστος.
Σηκώθηκα να ρίξω μια ματιά, όταν ένιωσα ένα απαλό χτύπημα στον ώμο. Γύρισα. Η ακτινοβολία ενός ζεστού διάπλατου χαμόγελου έκανε ολόκληρη τη μικροσκοπική παρουσία της να λάμπει.
“Γειά σου όμορφε. Εϊμαι η Ρόουζ. Είμαι 87 ετών. Μπορώ να σε αγκαλιάσω;» Γέλασα και ανταποκρίθηκα με ενθουσιασμό. “Φυσικά και μπορείς!”. Και με ζούληξε δυνατά.
“Πώς και είσαι στα θρανία σε μια τόσο νεαρή και αθώα ηλικία;”, την πείραξα. “Α! είμαι εδώ για να γνωρίσω έναν πλούσιο σύζυγο, να παντρευτώ, να κάνω κάνα δύο παιδιά και μετά να αποσυρθώ και να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο”, ανταποκρίθηκε στο πείραγμά μου.
“Έλα, σοβαρά τώρα! Τί είναι αυτό που σε έκανε να πάρεις αυτή την πρόκληση, σε τέτοια ”ηλικία;» “Πάντα ονειρευόμουν να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο και να που τώρα τα κατάφερα!”, αποκρίθηκε και κέρδισε το θαυμασμό μου.
Γίναμε αμέσως φίλοι. Μετά τα μαθήματα συνηθίζαμε να περπατάμε μέχρι το φοιτητικό στέκι και να μοιραζόμαστε ένα μιλκσέικ σοκολάτας. Κάθε μέρα, για τους επόμενους τρεις μήνες φεύγαμε μαζί. Απολαμβάναμε ατέλειωτες συζητήσεις. Άκουγα γοητευμένος αυτή τη ζωντανή χρονομηχανή να μοιράζεται μαζί μου τις εμπειρίες της και τη σοφία της.