Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το’χω…
Στο «Αγέλαστη Άνοιξη» ο Μέλιος Καδράς δεν είναι πια παιδί ούτε μετράει τ’ άστρα… Έχει πλέον αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας, επειδή πολύ αγάπησε ή, επισήμως, για «τας ερωτικάς επιστολάς» του. Περιπλανιέται, λοιπόν, για άλλη μια φορά στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας (στην Έδεσσα), γνωρίζει μικρασιάτες πρόσφυγες, ξεχασμένους σε ξερά και άνυδρα χωριά, γύφτους πονηρούς μα φιλοσοφημένους, αγρότες και κτηνοτρόφους φτωχούς κι αγράμματους.
Συναντά και πάλι, την αδικία αλλά και την καλοσύνη. Θα καταφέρει ωστόσο να γίνει δάσκαλος σε ένα ορεινό χωριό και να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις τους ανθρώπους που βρίσκονται στα διάβα του, θα εναντιωθεί σε κάθε λογής προκατάληψη και αδικία. Πάντοτε ευαίσθητος, αισιόδοξος μα και αποφασιστικός, θα επιστρέψει έπειτα, καβαλάρης, στην πόλη του για να ξαναβγεί τους σχολικούς του φίλους. Το πιο τραγικό σημείο του βιβλίου είναι όταν, επιστρέφοντας στην Έδεσσα, μαθαίνει ότι η αγαπημένη του Αγράμπελη παντρεύτηκε. Η είδηση αυτή τον οδηγεί και πάλι στη φυγή..