Το βιβλίο «The Seven Moons of Maali Almeida» του Σεχάν Καρουνατιλάκα κέρδισε αυτή την εβδομάδα το φετινό Βραβείο Booker.
Ο μυθιστοριογράφος από τη Σρι Λάνκα που μεγάλωσε εν μέσω εμφυλίου πολέμου, μετέτρεψε το τραύμα του σε ιστορία και κέρδισε το βραβείο με το δεύτερο βιβλίο του. «Ήθελα να γράψω ένα μια ιστορία μυστηρίου με φόνο και μια ιστορία φαντασμάτων», έχει δηλώσει. Και βρήκε πλούσιο υλικό στις πολλές χιλιάδες ανεξιχνίαστους φόνους της πατρίδας του.
Η ιστορία του βιβλίου
Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται στο Κολόμπο, το 1990. O Maali Almeida, πολεμικός φωτογράφος και τζογαδόρος, ξυπνά και αντιλαμβάνεται ότι είναι νεκρός σε κάτι που μοιάζει με ουράνιο γραφείο εκδόσης βίζα. Το διαμελισμένο σώμα του βυθίζεται στη λίμνη Μπέιρα και δεν έχει ιδέα ποιος τον σκότωσε. Σε μια εποχή που οι λογαριασμοί ξεκαθαρίζουν με αποσπάσματα θανάτου, βομβιστές αυτοκτονίας και μισθωμένους εκτελεστές, ο κατάλογος των υπόπτων είναι ατελείωτος. Αλλά ακόμα και στη μετά θάνατον ζωή, ο χρόνος τελειώνει για τον Maali. Πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να επικοινωνήσει με τον άντρα και τη γυναίκα που αγαπά περισσότερο για να τους οδηγήσει στην κρύπτη που έχει φυλάξει φωτογραφίες που θα συγκλονίσουν τη Σρι Λάνκα.
Το μυθιστόρημα συνδυάζει διάφορα είδη - από το κλασικό αστυνομικό μέχρι τον μαγικό ρεαλισμό και, σύμφωνα με τα λόγια των κριτικών, το «μεταθανάτιο νουάρ».
Μιλώντας στους Financial Times, ο Καρουνατιλάκα εξήγησε ότι η απόφαση να αφηγηθεί την ιστορία από τη σκοπιά της μετά θάνατον ζωής απαντάει σε ένα εθνικό αίνιγμα που υπήρχε από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, μετά από ένα τελευταίο κεφάλαιο αυξημένης βαρβαρότητας, το 2009. Δεκάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν, αλλά δεν υπήρξε πραγματική συμφωνία για πόσοι ή ποιοι ήταν υπεύθυνοι. «Σκέφτηκα λοιπόν, τι θα γινόταν αν επιτρέψουμε στους νεκρούς της Σρι Λάνκα να μιλήσουν; Τι θα έλεγαν;», ανέφερε προσθέτοντας ότι επέλεξε να γυρίσει τον χρόνο πίσω «γιατί το να μιλάς για τη σύγχρονη πολιτική δεν είναι το πιο ασφαλές πράγμα που μπορείς να κάνεις στη Σρι Λάνκα αυτή τη στιγμή».
«Αλλά επίσης, ως συγγραφέας, δεν ένιωθα ότι είχε περάσει αρκετός χρόνος», ανέφερε σε άλλη του συνέντευξη στο περιοδικό New Statesman.
H ιστορία του Maali πέρασε από πολλές τρικυμίες προτού φτάσει σήμερα να κερδίσει το Booker. Αρχικά, ο Καρουνατιλάκα ξεκίνησε για να γράψει ένα «μυθιστόρημα slasher» βασισμένο στην ιστορία ενός λεωφορείου με εργαζόμενους που δολοφονήθηκαν στα τελευταία στάδια του εμφυλίου πολέμου. Ολοκλήρωσε ένα προσχέδιο, που ονομάζεται «Devil’s Dance», μια ιστορία τρόμου με τους επιβάτες να πεθαίνουν ένας-ένας παρουσία ενός πνευματικού συνταξιδιώτη. Ήταν, όπως εξηγεί, «περίεργο» και γι αυτό κατέληξε να το σβήσει - μια «σπαρακτική» στιγμή - καθώς ένιωθε ότι ήταν υπερφορτωμένο με πάρα πολλές ιδέες. Μετά από ένα διάλειμμα κατά το οποίο δούλεψε σε άλλα έργα, επέστρεψε στην ιστορία του και διέσωσε έναν χαρακτήρα: το φάντασμα στο λεωφορείο, τον χαρακτήρα με «την πιο ενδιαφέρουσα ιστορία», ο νεκρός δημοσιογράφος Maali Almeida.
Ο φανταστικός χαρακτήρας έχει επίσης ρίζες σε θύματα του πραγματικού κόσμου από την εποχή του χάους, το 1989. Συγκεκριμένα, ο Καρουνατιλάκα ξεχώρισε τον Richard de Zoysa, έναν ακτιβιστή και συγγραφέα που απήχθη και σκοτώθηκε και του οποίου το σώμα πετάχτηκε σε μια λίμνη, όπως του Maali.
Ο εμφύλιος πόλεμος και η Σρι Λάνκα
Ο εμφύλιος πόλεμος της Σρι Λάνκα, διήρκεσε από το 1983 έως το 2009. Αυτά τα χρόνια είναι ακόμα νωπά στην μνήμη όταν ο Καρουνατιλάκα, ο οποίος είναι σήμερα 47 ετών. Άρχισε να σκέφτεται για πρώτη φορά να γράψει αυτό το μυθιστόρημα γύρω στο 2011.
Για να το γράψει κοίταξε πίσω, στο 1989, τη χρονιά που έκλεισε τα 14. «Είχαμε έναν πλήρη εμφύλιο πόλεμο, είχαμε μια κατεχόμενη δύναμη, είχαμε μια μαρξιστική εξέγερση, είχαμε κυβερνητικά τάγματα θανάτου και υπήρχαν άνθρωποι που εξαφανίζονταν» – το τέλειο καστ για μια ιστορία φαντασμάτων.
«Ένιωθα ότι μπορούσα να γράψω ελεύθερα και να φαντάζομαι ελεύθερα εκείνη την περίοδο. Ένιωσα ότι ήταν απίθανο να προσβάλω κανέναν επειδή οι περισσότεροι από τους ανταγωνιστές είναι νεκροί, και επίσης όσοι είναι από τη Σρι Λάνκα έχουν ελάχιστες αναμνήσεις – το ’89 είναι σαν την αρχαία ιστορία. Δεν θεωρείται πρόσφατο, γιατί από τότε είχαμε την κλιμάκωση του πολέμου στη δεκαετία του '90, την κατάπαυση του πυρός, τις τελευταίες ημέρες του πολέμου, τις επιθέσεις του Πάσχα του 2019… αυτό είναι σαν επτά καταστροφές πριν».
Τα βιώματα
Ο Καρουνατιλάκα γεννήθηκε στο Γκάγιε, μια μεγάλη πόλη στη νότια Σρι Λάνκα, το 1975, και μεγάλωσε στο Κολόμπο, την εμπορική πρωτεύουσα της χώρας. Ως «παιδί της μεσαίας τάξης», ήταν «απομονωμένος» σε σημαντικό βαθμό από τη βία του πολέμου. Θυμάται, κατά τη διάρκεια των πογκρόμ κατά των Ταμίλ τον Ιούλιο του 1983, να γυρίζει από το σχολείο με τη μητέρα του, οκτώ ετών. «Βλέπαμε ΄τον όχλο, φωτιά και άλλα πράγματα, και η μαμά μου έστρεφε το κεφάλι μου μακριά από αυτό. Αργότερα διάβασα για το πώς οι άνθρωποι τραβήχτηκαν έξω από τα αυτοκίνητά τους και πυρπολήθηκαν επειδή δεν μπορούσαν να μιλήσουν σιναλεζικά». Άρχισε έτσι να κατανοεί την ιστορική πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των Σιναλέζων, της μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας της Σρι Λάνκα, και των Ταμίλ, της μειονοτικής ομάδας που ζει κυρίως στις βόρειες και ανατολικές επαρχίες της χώρας.
Οι αναμνήσεις του από το 1989, όταν ήταν 14 ετών, είναι πιο έντονες: «Είδα πτώματα να καίγονται στο δρόμο. Αυτό ήταν κοινό θέαμα». Τα προβλήματα «κανονικοποιήθηκαν. Υπήρχαν απαγόρευση κυκλοφορίας και βόμβες που έσκαγαν. Αλλά δεν έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη, γιατί στο Κολόμπο, τα συγκροτήματα έπαιζαν ακόμα μουσική και πάρτι γίνονταν και όλα τα σχετικά.
Όταν κοιτάζω πίσω, σκέφτομαι πόσο φρικτό ήταν, και φυσικά αν είχα μεγαλώσει στην Τζάφνα, στον βορρά», όπου σημειώθηκε μεγάλο μέρος της βίας, «θα είχα μια πολύ διαφορετική ιστορία να πω».
Όταν ο Καρουνατιλάκα ήταν 15 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Ζηλανδία, όπου ο πατέρας του, γιατρός, είχε βρει δουλειά. Πολλές οικογένειες εγκατέλειπαν τη χώρα τότε. Και σήμερα εξακολουθούν να φεύγουν. «Αυτή είναι μια από τις τραγωδίες της Σρι Λάνκα, που από τη δεκαετία του 1950 διώχνουμε τους ανθρώπους μας».
Σε ηλικία 23 ετών επέστρεψε στη Σρι Λάνκα, όπου έπαιζε μπάσο σε ροκ συγκροτήματα και ξεκίνησε μια καριέρα στη διαφήμιση. Έζησε στο Λονδίνο και στη συνέχεια στη Σιγκαπούρη πριν εγκατασταθεί με τη σύζυγό του πίσω στο Κολόμπο. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, εξισορροπώντας το copywriting με τη μυθοπλασία του.
Το 2022 ήταν ένα ακόμη πολιτικά ταραχώδες έτος για τη Σρι Λάνκα. Τον Ιούλιο «όλο το έθνος βγήκε στο δρόμο και κατέλαβε τα κρατικά κτίρια» – υπάρχει βίντεο με διαδηλωτές που χρησιμοποιούν το γυμναστήριο και την πισίνα στην προεδρική κατοικία – «και έδιωξαν τον πρόεδρο». Οι ταραχές ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης στην οποία βυθίστηκε η χώρα με την τρομακτική έλλειψη καυσίμων και φυσικού αερίου και τον κόσμο να περιμένει δέκα μέρες στην ουρά για να γεμίσει με βενζίνη.
«Είναι μια απελπιστική οικονομική κατάσταση, είπε ο Καρουνατιλάκα. Μια κρίση στην οποία «δανειζόμαστε περισσότερα χρήματα για να ξεπληρώσουμε περισσότερα χρέη». Η φτώχεια αυξάνεται, όπως και η εγκληματικότητα. Αλλά δεν είναι τόσο καταστροφικό όσο οι φρικαλεότητες του εμφυλίου πολέμου, υπογραμμίζει.
* Το βιβλίο του Σεχάν Καρουνατιλάκα θα κυκλοφορήσει το 2023 στην Ελλάδα, στη σειρά Aldina.
Επιμέλεια: Βαρδαλαχάκη Ιωάννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου