Αυτά θέλουν χαλαρή ξεκούραση, θάλασσα, καλή παρέα και ένα μυθιστόρημα. Εμείς σας προτείνουμε μερικά από τα καλύτερα αναγνώσματα από την εγχώρια βιβλιοπαραγωγή που αξίζουν μια θέση στην βιβλιοθήκη μας.
Να είχα, λέει, μια τρομπέτα
Δούκα Μάρω
Εκδόσεις Πατάκη
Παραµιλητό, ονειροπόληµα, η χειµαρρώδης εξοµολόγηση μιας γυναίκας από πλατεία σε πλατεία, από γειτονιά σε γειτονιά, από παγκάκι σε παγκάκι. Από το εδώ στο εκεί, από την Αθήνα του σήµερα στην Κρήτη των παιδικών της χρόνων. Ασφαλής μέσα στις φαντασιώσεις της, βέβαιη ότι η ζωή της εξαρτάται από τα μικρά και τα ταπεινά, παίρνει τους δρόµους µε τις τρεις πεθαµένες γιαγιάδες της για συντροφιά: την όμορφη Αφροδίτη, µε τα παραμύθια και τις γητειές· τη Σφακιανή Εργινιά, τη βουνίσια αρχόντισσα µε τα δώρα· την περίλυπη Φιλαρέτη, τη σπουδαγµένη, µε τα ιταλικά και το μαντολίνο της. Εικόνες, σκέψεις, εμμονές, περιπλανήσεις, στόµατα πεινασμένα για ιστορίες, καθείς και το παγκάκι του. Έρωτες, γάµοι, φονικά, πανηγύρια και γεννητούρια, η ορµή του χρόνου, το βουητό της Ιστορίας, πόλεμοι, κακουχίες, ο µόχθος των ανθρώπων. Κατίνα-Κάτια-Κατίγκω, η αμετανόητη Κάκια που ονειρευόταν ότι τρέχει µε το έλκηθρο στο χιονισμένο άγνωστο. Από ένα δυάρι στην Πατησίων, µ’ ένα παγκάκι ορμητήριο, γεννήθηκε ή δεν γεννήθηκε ακόμη, όλα έχει την τέχνη να τα επινοεί. Παιγνιώδης, παθιασµένη, τρυφερή, γλυκόπικρη, μια αφήγηση ποταμός για τη διαχρονική γυναικεία εμπειρία.
Εμμανουήλ και Αικατερίνη
Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια
Ρέα Γαλανάκη
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα αναζητώ ποιοι υπήρξαν οι «γνωστοί-άγνωστοι» γονείς μου – όπως συνήθως είναι οι γονείς. Τι διαμόρφωσε τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη πριν παντρευτούν, πριν τους γνωρίσω, πριν συγκρουστούμε με σφοδρότητα, πριν συμφιλιωθούμε αργότερα. Από πού άντλησαν εκείνο το φορτίο πολιτισμών, νοοτροπιών, συμπεριφορών, ακόμη και ιστορικής οπτικής, που μοιραία μου κληροδότησαν.
Αναζήτηση επιτρεπτή, αν όχι και απαραίτητη στην ώριμη ηλικία ενός παιδιού, ενός συγγραφέα – όπως είναι πλέον η δική μου. Παραδόξως, μόνο τώρα αφέθηκαν σε εξομολογήσεις τα κατάλοιπα των νεκρών γονέων, μόνο τώρα αποκρίθηκαν στις ερωτήσεις μου οι παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες τους. Η μνήμη μου ανακάλεσε πιο εύκολα τις οικογενειακές προφορικές εξιστορήσεις, που τόσο πολύ διαφέρουν από στόμα σε στόμα, από άντρα σε γυναίκα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, από εποχή σε εποχή. Βρέθηκα στους τόπους, όπου σε ποικίλους χρόνους και σε καιρούς δύσκολους είχαν ζήσει: ιστορικά χωριά της Κρήτης, προπολεμική Βιέννη και Μπορντό, Αθήνα, Ηράκλειο κι άλλους ακόμη. Τόπους-σκηνικά, αφού ανέκαθεν η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος στη ζωή, στην τέχνη.
Σ’ αυτά τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια αμφισβητώ, επινοώ, κατανοώ, εικάζω, σαρκάζω, και μάλλον συγχωρώ. Στο κάτω-κάτω οι γονείς είναι ο ένας μόνο από τους πολλούς καθρέφτες της αυτογνωσίας μας, ίσως ο πιο σκληρός αλλά και τρυφερός καθρέφτης.
Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη
Γιάννης Ξανθούλης
Εκδόσεις Διόπτρα
Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα. Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία. Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε. Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.
Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος. Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο «συναισθηματικός κρίκος» μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο. Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται. Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες…
Ανέγγιχτη
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Εκδόσεις Κέδρος
Εννιά χρόνια μετά τον θάνατο του παγκοσμίου φήμης μυθιστοριογράφου Αλέξανδρου Καστρινάκη, η πρώτη σύζυγός του αφηγείται την ιστορία του δεκαπενταετούς λευκού γάμου της με έναν άνθρωπο τόσο αφοσιωμένο στις πνευματικές και θρησκευτικές αναζητήσεις του, ώστε να την αφήσει ερωτικά ανέγγιχτη.
Η αφήγηση της εγκαταλελειμμένης γυναίκας, που ξεκινάει το 1883 και φτάνει ως το 1966, σταθμεύοντας σε Κρήτη, Αθήνα, Βιέννη, Βερολίνο και αλλού, εξερευνά και όλες τις άλλες ερωτικές σχέσεις του πρώην άντρα της, καθώς και τις αντανακλάσεις τους στα πολυμεταφρασμένα έργα του, ορισμένα από τα οποία μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο ακόμα και από το Χόλιγουντ.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, συχνά πιστό αντίγραφό τους.
Το «Σ΄αγαπώ, μ'αγαπάς» γίνεται βιβλίο από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Η ηρωίδα είναι μια από τις συνηθισμένες περιπτώσεις που έλαβε την πάγια εντολή να σπουδάσει, να γίνει ένα αξιοπρόσεχτο μέλος της αγέλης και, αν είναι δυνατόν, ο αρχηγός της.
Όλα τα άλλα μοιάζανε μόνο με χάσιμο χρόνου.
Κι έτσι βρέθηκε φοιτήτρια στα Εξάρχεια, στα μπαρ, στις καταλήψεις και στη γεμάτη ελπίδες εποχή για επανάσταση, να σπαταλάει τη μοναδική περιουσία του ανθρώπου: τον χρόνο.
Μην ξέροντας προς τα πού να πορευτεί, κατευθύνθηκε προς έναν έρωτα, που τον λέγανε Βασίλη.
Εκεί πάνω κούμπωσε όλες τις ελπίδες για τα δύσκολα ερωτήματα της ύπαρξης.
Και ένα βράδυ, ανακατωμένη με τη μυρωδιά του δακρυγόνου και του τσιγάρου, άκουγε απαντήσεις από μια ξέμπαρκη, που πριν γίνει αστρολόγος έκανε πιάτσα στη Σόλωνος.
«Άκου! Εσείς σε προηγούμενη ζωή ήσασταν αντρόγυνο».
«Σ’ αυτήν μπορείς να μου πεις τι είμαστε;»
«Κάτσε, βρε παιδάκι μου, εδώ μάλλον πληρώνεις όσα του ’κανες τότε. Αυτός σε άλλη ζωή ήτανε πολύ πιστός κι εσύ πήγαινες με άλλους και τώρα σε ξεπληρώνει».
«Σε ποια ζωή ήμασταν αντρόγυνο;» τη ρώτησε.
«Α, πολύ παλιά».
«Πόσο παλιά;»
Μπορεί και στην αρχαία Αίγυπτο».
Το ’κανε εικόνα αυτή στην Αρχαία Αίγυπτο να κουβαλάει φαΐ και ο Βασίλης μέσα στον ήλιο να χτίζει πυραμίδες.
«Μωρέ, ας είχα εγώ τον Βασίλη σύζυγο πιστό κι ας ήταν και στην αρχαία Αίγυπτο κι ας ήμουνα τώρα μούμια!» Τόσο πολύ είχε καψουρευτεί.
Όμως, σε μια ιδιαίτερη στροφή του χρόνου επαναστάτησε, από μέσα προς τα έξω, και όχι ανάποδα όπως πρόσταζε η ξεσηκωμένη γενιά της, και άρχισε να ξηλώνει τον παλιό της εαυτό που στριμώχτηκε στις προσδοκίες των άλλων.
Κι ύστερα μεγάλωσε…
Ίσως και να ωρίμασε, και σιγουρεύτηκε πως στη ζωή δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Όσο πάρει στον καθένα για να καταλάβει…
Το βίωμα της ηρωίδας του βιβλίου δεν είναι αυτοβιογραφικό.
Περιλαμβάνεται μέσα η συνισταμένη του ψυχισμού πολλών ατόμων της εποχής εκείνης και περιοχής. Ίσως και πολλών πιτσιρικάδων σε διάφορες γωνιές του κόσμου και του χρόνου…
Σε αυτό το βιβλίο εντέλει εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά όλα τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα μιας γενιάς σε αναζήτηση της προσωπικής υπαρξιακής ταυτότητας και στο χάσιμο του πιο μεγάλου αληθινού ψέματος.
Του Έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου