Η ζωή’ ναι πόλεμος, η γης είναι στρατόπεδο, η νίκη είναι το μόνο σου χρέος. Μην κοιμάσαι, μη στολίζεσαι, μη γελάς, μη μιλάς, ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος’ πολέμα! (σελ.158)
Να’ σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μην σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ενα δισάκι στον ώμο, από την μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία, και να ΄ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και νάρχουνται, φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας – θαρρώ ο άνθρωπος θα’ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία. (σελ 158)
Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ’ σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο΄ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: «Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές…». Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη ψυχή σου. Θα μπορούσες΄, παίρνοντας μια φορά από τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου.
……….Κορφή δεν υπάρχει’ υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει’ υπάρχει μόνο αγώνας. (σελ,272)
Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε όλους τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα τη σάρκα σε πνεύμα, κι ανηφόριζε. Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γινόταν αφορμή κι ορόσημο νίκης’ έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο.
Φυσάει ουρανού και γης και μέσα στην καρδιά μας και στην καρδιά του κάθε ζωντανού μια γιγάντια πνοή, που τη λέμε Θεό. Μια Κραυγή μεγάλη. Το φυτό ήθελε ασάλευτο να κοιμάται δίπλα στα λιμνασμένα νερά’ μα η Κραυγή τινάζουνταν μέσα του, του ταρακουνούσε τις ρίζες: »Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!» Αν το δέντρο μπορούσε να στοχαστεί και να κρίνει, θα φώναζε: »Δε θέλω, που με σπρώχνεις; Ζητάς τ’ αδύνατα!» Μα η Κραυγή ταρακουνούσε τις ρίζες, ανήλεη, φώναζε: »Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!»
Φώναζε χιλιάδες αιώνες’ και να, πεθυμώντας, αγωνιώντας, τη ζωή ξέφυγε από το ασάλευτο δέντρο, λυτρώθηκε. (σελ.288)
Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό’ καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα’ βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος’ είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια’ αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα’ ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνιο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτο του ξεριζώνει τη δύναμη του‘ γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνεύμα. (σελ. 298)
Ένας Κρητικός μου λεγε: »Όταν παρουσιαστείς ομπρός στην πόρτα της Παράδεισος και δεν ανοίξει, μην πιάσεις το κρικέλι της πόρτας να χτυπήσεις. Ξεκρέμασε από τον ώμο σου το τουφέκι, ρίξε μια τουφεκιά- Θαρρείς, είπα εγώ, θα φοβηθεί ο Θεός και θ’ανοίξει; – Όχι, βρε παιδί, δε θα φοβηθήκα θ’ανοίξει γιατί θα καταλάβει πως γυρίζεις από πόλεμο» (σελ.302)
Αλήθεια το θάνατο δεν μπορούμε να τον νικήσουμε’ το φόβο του θανάτου μπορούμε… (σελ.303)
Λονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης’ θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλαβούς, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβράικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα επίγεια ζωή και εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοικότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να’ ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση! Ντροπή πια να μεθάμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το’ χα καταλάβει, κι έπρεπε να’ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια!
Ως τώρα, όλη την κυβέρνηση του κόσμου την είχαμε εμπιστευτεί στο Θεό’ μπας και ήρθε η σειρά του ανθρώπου ν’αναλάβει την ευθύνη; Να δημιουργήσουμε ένα κόσμο, τον κόσμο μας, με τον ιδρώτα του προσώπου μας; (σελ.327)
Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να’ ναι η προσευκή’ τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας…
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να’ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος. (σελ.332)
Ο Νίτσε μ’ έμαθε να δυσπιστώ σε κάθε αισιόδοξη θεωρία΄ ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από παρηγοριά. κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής, είναι πάντα έτοιμος να την εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού έλεγα, αυτός που φέρνει στη λευτέρωση του ανθρώπου; Ή μπας κι είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία, έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει αν δεν είναι ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας΄ γιατί μονάχα μετά το θάνατο μπορείς να το κρίνεις, και κανένας δε γύρισε μήτε θα γυρίσει από τον Άδη να μας το πει. (σελ. 333)
Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξεις την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν’ανηφορίζει.
Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα’ ρθει η χιονιά να σε κάψει- Ας με κάψει! αποκρίνεταια η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.
Μου αρέσει να βλέπω το νου να χτυπάει τον ουρανό, να ζητιανεύει, και να μην του ανοίγει την πόρτα ο Θεός να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί.
Όπου πάω κι όπου σταθώ, κρατώ, ανάμεσα στα δόντια μου, σαν φύλλο δάφνη, την Ελλάδα. (σελ.337)
Μυστήριο σκοτεινό κι ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου.. μια στάμνα τρυπημένη, με το στόμα πάντα ανοιχτό, κι όλοι οι ποταμοί της Γης να χυθούν μέσα της απομένει αδειανή και διψασμένη. Η πιο μεγάλη έλπίδα δεν τη γέμισε, θα τη γεμίσει τώρα η πιο μεγάλη απελπισία; (σελ. 340)
Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος μέσα στο ελεεινό ετούτο κορμί-κουβάρι αίμα, κόκαλα, μυαλό, κρέας, βλέννες, σπέρμα, ιδρώτα, δάκρυα κι ακαθαρσία; Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος στο σώμα ετούτο που το κυβερνά η ζήλια, το μίσος, η ψευτιά, ο φόβος, η αγωνία, η πείνα, η δίψα, η αρρώστια, τα γερατειά κι ο θάνατος; Όλα τραβούνε στη φθορά, χόρτα, έντομα, ζώα, άνθρωποι.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν πια.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν ακόμα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν σαν τ’αστάχυα, πέφτουν σαν τ’αστάχυα, ξαναφυτρώνουν. Οι απέραντοι ωκεανοί ξεραίνονται, θρύβουνται τα βουνά, το άστρο το πολικό σαλεύει κι οι θεοί εξαφανίζονται… (σελ.342)
Ανατέλλουν μέσα στο νου μου οι τέσσερις «μεγάλες άγιες Αλήθειες»: Ο κόσμος ετούτος είναι δίχτυ όπου πιαστήκαμε, ο θάνατος δε μας λυτρώνει, θα ξαναγεννηθούμε. Ας νικήσουμε τη δίψα, ας ξεριζώσουμε την πεθυμιά, ας αδειάσουμε τα σπλάχνα! Μη λέτε: »Θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω.» Να λέτε: »Δε θέλω τίποτα». Υψώστε το νου σας απάνω από την πεθυμιά και την ελπίδα-και τότε, και ζωντανοί ακόμα, μπορείτε να μπείτε στη μακαριότητα της ανυπαρξίας. Και με το μπράτσο σας θα σταματήσετε τον τροχό των γεννήσεων. (σελ.343)
Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίνδυνο΄ μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιγμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε’ (σελ.351)
Όμοια λόγιαζα πάντα πως πρέπει, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας, να υψώνεται ακέραιη, πέρα από τις έχτρες και το πάλεμα, η μελλούμενη αρμονία. Δύσκολος πολύ, μπορεί κι ακατόρθωτος ακόμα, άθλος. Βρισκόμαστε σε μια κοσμοχαλάστρα και κοσμογονική στιγμή, όπου κι οι πιο γενναίες προσωπικές απόποιρες είναι καταδικασμένες, τις περισσότερες φορές, ν’ αποτύχουν’ μα κι οι αποτυχίες αυτές είναι γόνιμες, όχι για μας, παρά για τους ερχόμενους.. ανοίγουν δρόμο και βοηθούν το μελλούμενο να μπει. (σελ.447)
Μα περισσότερο κι από τις αγωνίες με τυραννούσαν και με μαύλιζαν, και μαχόμουν να στερεώσω το πρόσωπο τους, οι μεγάλες αόριστες ακόμα μετατοπιζόμενες ελπίδες, που μας κάνουν και στεκόμαστε ακόμα όρθιοι και κοιτάζουμε μπροστά μας, πέρα από την καταιγίδα, τη μοίρα του ανθρώπου μ’εμπιστοσύνη (σελ. 446
Τα ζώα, τα πουλιά, οι άνθρωποι, σε κάθε στροβίλισμα του χορού πετούν τις εφήμερες μάσκες τους, και ξεσκεπάζεται, πίσω απ’ όλες τις μάσκες, το ίδιο πάντα, το αιώνιο πρόσωπο του έρωτα… (σελ. 360)
Ποιος είναι ο Λυτρωμένος;; Αυτός που εννοεί, αγαπάει και ζει την ολότητα… (σελ.361)
Κάποτε, στις φοβερές στιγμές του έρωτα, του μίσους ή του θανάτου, η πλανερή γοητεία αφανίζεται και βλέπουμε τη τρομαχτική όψη της αλήθειας… (σελ.362)
Τι αλάφρωση όταν η σάρκα δεν περιπλεχτεί με ψυχικές έγνοιες παρά απομένει απάνω στη γης, αγνή, αμόλευτη, σαν το ζώο! Ο χριστιανισμός, στιγματίζοντας ως αμαρτία την ένωση αντρός και γυναικός, τη μόλεψε, κι ενώ πρωτύτερα ήταν άγια πράξη, χαρούμενη υποταγή στο θέλημα του Θεού, κατάντησε στην περίτρομη ψυχή του χριστιανού αμαρτία. Ένα μήλο κόκκινο ήταν πριν από το Χριστό ο έρωτας’ ήρθε ο Χριστός, κι ένα σκουλήκι μπήκε μέσα στο μήλο και το τρώει. (σελ. 366)
Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου! (σελ.380)
Ν’απαρνηθείς τις χαρές της ζωής, να θυσιάσεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν’ αποχτήσεις το Μέγα Μαργαριτάρι.. να παρατήσεις το στρωτό δρόμο που οδηγάει στην εύκολη ευτυχία και να πάρεις τον άγριο ανηφορικό δρόμο, που ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, ανεβαίνει στη θεϊκίλα παραφορσύνη. Να διαλέξεις, με τη θέλησή σου, το αδύνατο. (σελ.380)
Μονάχα με την ελπίδα φτάνουμε στο ανέλπιδο. (σελ.381)
Ένας μονάχα τρόπος υπάρχει να σωθείς: να σώσεις.. ή ακόμα και αυτό φτάνει, ν’ αγωνιστείς για να σώσεις. Κι ακόμα ετούτο: πως ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, είναι αληθινός, κι η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι, όπως μου ερμήνευσε ο Βούδας, ντυμένη με άνεμο, είναι ντυμένη με κρέας.
Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ.. ήταν ακόμα τυλιγμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα: «Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις, έλεγε στην καρδιά μου, είναι μάταιο.. ο κόσμος όπως τον λαχταρίζεις, να μην πεινάει, να μην κρυώνει, να μην αδικιέται κανένας, δεν υπάρχει, δε θα υπάρξει ποτέ» Μα η καρδιά, την άκουγα βαθιά μου να του αποκρίνεται: »Δεν υπάρχει, μα θα υπάρξει, γιατί το θέλω.. σε κάθε χτυποκάρδι μου το πεθυμώ και το θέλω. Πιστεύω σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει.. μα πιστεύοντας τον, τον δημιουργώ.. ΑΝΥΠΑΡΧΤΟ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΠΕΘΥΜΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ»
Η απόκριση ετούτη της καρδιάς με ανατάραξε.. αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τι φοβερή ευθύνη έχει ο άνθρωπος για όλες τις αδικίες και τις ντροπές του κόσμου (σελ.381)
Αν η πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέμε, εμείς φταίμε.. ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο.. πεθύμησέ το, πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί. Η πραγματικότητα τίποτ’ άλλο δεν είναι πάρα ή υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα. (σελ. 386)
Είχαν δίκιο οι πρώτοι χριστιανοί να μη θεν να ζωγραφίσουν την Παναγιά όμορφη.. γιατί, μαυλισμένος από την ομορφιά της, ξεχνάς πως είναι μάνα του Θεού. (σελ.387)
Ποιος μπορεί να ‘χει εμπιστοσύνη στη Μοίρα. Δεν είναι τυφλή, τυφλώνει. (σελ.387)
»Ποιος ο σκοπός; μη ρωτάς, κανένας δεν το ξέρει, μήτε ο Θεός.. γιατί κι αυτός προχωράει μαζί μας, ψάχνοντας, κινδυνεύοντας, αγωνιζόμενος. Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι, πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτα που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα και κόκαλα, άγγιξε τα’ υπάρχουν.. δεν ακούς μια κραυγή στον αγέρα; Φωνάζουν. Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω.. το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε παρά να πιαστούμε όλοι χέρι με χέρι και ν’ανηφορίζουμε.» (σελ.414)
Όλη η Γης είναι μια Πομπηία λίγη ώρα πρίν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης, με τις αδιάντροπες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις ατιμίες, τις αδικίες, και τις αρρώστιες; Γιατί να ζούνε όλοι ετούτοι οι έξυπνοι εμπόροι, οι ανθρωποφάγοι, σακαράκες, οι μεταπράτες παπάδες, οι μαστροποί και οι σακάτηδες; Γιατί να μεγαλώσουν όλα ετούτα τα παιδιά και να καθίσουν κι αυτά στη θέση που κάθονται οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάπρικες, στα πορνεία; Όλη ετούτη η ύλη εμποδάει το πνεύμα να περάσει. Ό,τι πνεύμα είχε το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό-ιδέες, θρησκείες, τέχνη και τέχνες, επιστήμη, πράξη. Τώρα ξεθυμάνε’ Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το φραμένο δρόμο, ν’ανοίξουν καινούρια κοίτη στο πνεύμα. (σελ.415)
Πολεμώ ν ’αγκαλιάσω όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο που σπρώχνει όλα ετούτα τα κύματα των ανθρώπων προς τ’απάνω.. σκύβω στο μικρό αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχή όπου ζω και μάχουμαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος.. έτσι μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να εκτελέσει κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται μ’ έναν αθάνατο ρυθμό. (σελ.417)
Μεγάλη σημασία δεν έχει τι πρόβλημα σε τυραννάει-μικρό ή μεγάλο-σημασία έχει μονάχα να τυραννιέσαι.. να βρεις αφορμή να τυραννιέσαι! Δηλαδή να γυμνάζεις το νου σου, να μη σε αποβλακώνει η βεβαιότητα, να βρίσκεις μπροστά σου μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις. «Δεν μπορώ να ζω χωρίς βεβαιότητα», λέει ο άνθρωπος που βιάζεται να βολευτεί, να βρει σίγουρο χώμα να πατήσει, να τρώει και να μη βλέπει πίσω από το ψωμί που τρώει αρίφνητα στόματα ανοιχτά που πεινούνε. »Δε θέλω, δε μπορώ να ζω χωρίς αβεβαιότητα» φωνάζουν άλλοι, δεν τρων με αναπαμένη τη συνείδηση, δεν κοιμούνται χωρίς βραχνά, δεν λεν: »Ο κόσμος ετούτος δεν έχει ψεγάδι, ας μην αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα!» Αυτοί, ας είναι καλά, είναι το αλάτι του Θεού και δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει. (σελ.424-25)
»Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν»…
Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού!
Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται.. ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει.. και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο. (σελ.428)
Γιατί πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε.. ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δε ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάσα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας. (σελ.429)
Έρωτας ελευθερίας, να μην καταδέχεσαι, μήτε για τον παράδεισο ακόμα, να σκλαβώνεις τη ψυχή σου.. παιχνίδι παλικαρίσιο απάνω από την αγάπη και τον πόνο, απάνω από το θάνατο.. να συντρίβεις τα παλιά καλούπια, και τα πιο ιερά, όταν πια δε σε χωρούν..(σελ.436)
Κοιτάζοντας τους Κρητικούς, ξέρεις πως αν δεν γίνεις άνθρωπος φταίς εσύ μονάχα.. γιατί το αψηλό είδος αυτό, ο Άνθρωπος, υπάρχει, παρουσιάστηκε στη γης, και δεν έχει δικαιολογητικό ο ξεπεσμός και η αναντρία.
Στην Κρήτη, μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο όσο πουθενά αλλού, τη μονοβύζα θεά που δεν κάνει χατίρια, που δεν κάθεται στα γόνατα κανενούς, μήτε θεού, μήτε ανθρώπου, την Ευθύνη. (σελ.437)
Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του; μπορεί!! ντροπή να δέχουμαι παθητικά 'ο,τι μου’ δωκε η φύση.. θα σηκώσω κεφάλι! (σελ.439)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου