Γιώργου Σεφέρη, «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους»
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·
γι’ αυτό σωπαίνουν
γι’ αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.
παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.
Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι α φωνάξω —
κι α φωνάξω —
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·
ξυπνώ
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στην αξεδίψαστη γης
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στην αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,
οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;
θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,
οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;
—«Βοηθήστε μας!»—
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;
—«Βοηθήστε μας!»—
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ’42
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 191998, σ. 196-197.searchingthemeaningoflife.wordpress.com]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου