«Η γενιά μου
ήταν αριστερής συμπεριφοράς και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης». Η γενιά μου απέτυχε….
Χρειαζόμαστε νέο αφήγημα
για την Ελλάδα
o κόσμος σήμερα θέλει
αλλαγή όπως εκείνος του Woodstock, «αλλά δεν θέλει μπάχαλο, δεν θέλει διάλυση,
θέλει ένα πράγμα πιο κανονικό. Τότε ξεκίνησε σαν μια σύγκρουση ανάμεσα στα
παιδιά και στους γονείς γιατί ήταν συντηρητικοί και φοβισμένοι. Εξηγείται γιατί
οι γονείς είχαν περάσει δύο πολέμους. Τους είχε κοπεί η μιλιά πια, εμείς όμως
αισθανόμασταν εκείνη τη συντηρητικούρα να μας πνίγει και ήμασταν οργισμένοι. Η
τεχνολογία έκανε άλματα, ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι, βρήκε το χάπι και ο
γυμνασιάρχης επέμενε να είμαστε κουρεμένοι γουλί. Μας υποχρέωνε να φοράμε
εκείνο το πηλήκιο με τη κουκουβάγια. Ε, δεν πήγαινε έτσι.
Εμείς καταρχήν ήμασταν
θυμωμένοι με τους μπαμπάδες και τις μαμάδες και ότι τους έμοιαζε, με μια
εκκλησία ηθικολόγα με ένα Θεό τιμωρό. Δηλαδή, το δραματάκι της μικρής μας
εστίας, το προβάλαμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της αμφισβήτησης. Αυτό έγινε».
Για τον αντιεξουσιαστή
έφηβο του σήμερα, «Αν κατεβαίνει στους δρόμους να κάψει την Αθήνα, ακόμα και να
τον καταλάβαινα δεν θα τον δικαιολογούσα. Όχι, εμείς δεν κάναμε έτσι».
«Η γενιά μου
ήταν αριστερής συμπεριφοράς και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης»
Πολιτικά απέτυχε αυτή η
γενιά μας», γιατί δεν μπορούσε να συνδεθεί η πολιτική με τόσα διαφορετικά
στοιχεία εκείνης της περιόδου. «Το πολιτιστικό προϊόν που γέννησε η λαχτάρα μας
απεδείχθη πολύ ισχυρό, τρώμε ακόμη από την εύφορη πλευρά της δεκαετίας του 60’
70’. Το Woodstock είναι το θέατρο αυτής της ευφορίας».
Για το τραγούδι του
«εμείς, του 60’ 70’ οι ρομαντικοί εκδρομείς», όταν ήμασταν έφηβοι πηγαίναμε στα
πάρτι και ακούγαμε τους Platters, χορεύαμε slow με τα κορίτσια, τότε ήταν
αρρένων και θηλέων, το πάρτι ήταν ο μόνος τρόπος να συνευρεθείς.
Αλλά ταυτοχρόνως πηγαίναμε
και στον αυλόγυρο της εκκλησίας και στις διαδηλώσεις. Το τραγούδι είναι μια
σύνθεση που προσπαθεί να ενώσει το πάρτι, την ψαλτική υμνογραφία της εκκλησίας,
τη διαδήλωση.
Χρειαζόμαστε νέο αφήγημα
για την Ελλάδα
Χρειαζόμαστε νέους
ανθρώπους που έχουν τη γενναιότητα να σκεφτούν περισσότερο, να τολμήσουν να προσπαθήσουν
για ένα καινούργιο αφήγημα της χώρας μας». Δικαιολόγησε τον θυμό των
Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης, λέγοντας ότι «ο κόσμος ακολούθησε τις
κατευθύνσεις των πολιτικών που ήταν ευχάριστες γιαυτό τους ψηφίσαμε,
δανειστήκαμε και στο τέλος χρεοκοπήσαμε. Η ειρωνεία με τον θυμό είναι ότι δεν
θυμώσαμε επειδή αλόγιστα και αντιπαραγωγικά δανειζόμασταν και χρεοκοπήσαμε.
Θυμώσαμε με τους πολιτικούς επειδή δεν είχαν την ικανότητα να συνεχίσουμε να
δανειζόμαστε και να αναβάλλεται επ’ άπειρον η χρεοκοπία. Τώρα τα πράγματα
φαίνονται πιο υγιή από ότι τα προηγούμενα χρόνια, η χώρα χρειάζεται μια αλλαγή
χωρίς να τα διαλύσουμε όλα.
Με ανησυχούν τα κενά που
έχουμε εμείς. Στη κρατική οργάνωση, το κράτος είναι η έκφραση της κοινωνίας. Αν
δεν έχει οργάνωση είμαστε ανυπεράσπιστοι σαν κοινωνία με τόσες πολλές αυταπάτες
στο μυαλό μας.
Ξεφυτρώνουν παντού πατερούληδες. Ο κόσμος
φοβάται. Ότι και να έρχεται, δεν υποστέλλουμε τη σημαία και την πίστη μας απολύτως
για κανένα.
Μια εξομολόγηση «όταν
ήμουν πολύ νέος, αμφισβήτησα τους γονείς μου για να υπάρξω, και μαζί με αυτούς
αμφισβήτησα και ότι τους ψυχαγωγούσε, τη Βέμπο, τον Χαιρόπουλο κτλ. Αλλά
μεγαλώνοντας σου λείπουν οι γονείς σου, όπως τώρα τα Χριστούγεννα και σιγά-σιγά
ένιωσα ότι μου λείπει και αυτό που τους ψυχαγωγούσε, εκείνα τα τραγούδια και
αυτό που τους ψυχαγωγούσε, εκείνα τα τραγούδια.
Αγαπάω τη Θεσσαλονίκη επειδή
είναι η αδερφή της Κωνσταντινούπολης, παίζει τον ρόλο της αγαπημένης θείας όταν
έχουμε χάσει τη μητέρα. Αγαπάμε τη Θεσσαλονίκη γιατί μας θυμίζει τη μαμά μας
που δεν την έχουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου