Πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκε το πρώτο βραβείο του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών στην Ακαδημία Πλάτωνος. Το μουσείο αναμένεται να αναδείξει τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο και την αναβάθμιση της περιοχής. Δείτε τις εντυπωσιακές μακέτες με τα σχέδια που έχει καταθέσει το αρχιτεκτονικό γραφείο του Γιώργου Τσολάκη, η ομάδα του οποίου μας ξεναγεί στο σκεπτικό του σχεδιασμού και στα βήματα προς την υλοποίηση ενός έργου που αναμένεται να παρουσιάζει την ιστορία της πόλης, μέσα από τα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα ετών.
Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών επικεντρώνεται στην αρμονική συμβίωση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων της περιοχής. Από τη μία, η αδιαπέραστη και συνεχής μάζα της πόλης και από την άλλη το περίκλειστο άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος με τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Το κτιριολογικό πρόγραμμα του μουσείου προϋποθέτει την κατασκευή ενός ευμεγέθους κτιριακού όγκου που θα επιβληθεί στο άλσος, περιορίζοντας την επιφάνεια του πολύτιμου δημόσιου χώρου. Αντ’ αυτού η πλειοψηφία της επιφάνειας του μουσείου αναπτύσσεται υπογείως και επηρεάζει τοπικά το έδαφος, δημιουργώντας βατές εξάρσεις και σκάμματα που ενισχύουν την οριζόντια τοπογραφία. Το μουσείο συνδιαλέγεται με το υπάρχον πεδίο και μετασχηματίζεται αρμονικά σε ένα κτίριο-έδαφος.
Η αρχιτεκτονική προσέγγιση υποστηρίζει την καινοτομία του συγκεκριμένου μουσείου καθώς δίνει έμφαση στην τοπογραφία, την πολεοδομία και τη δημόσια αρχαιολογία, αφού ενσωματώνει δημιουργικά τόσο τους άξονες του τοπίου, όσο και την δομή της πόλης, ενώ αγκαλιάζει αφενός τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τη σχέση ανοικτού και κλειστού, δημόσιου και ιδιωτικού.
Η πόλη και το άλσος αλληλοεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζόδρομους οι οποίοι δημιουργούν στην συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης που δρα ως κεντρομόλος και ταυτόχρονα ως φυγόκεντρος δύναμη ροών και δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται αντιδιαμετρικά και σε διαφορετικές στάθμες.
Η πολική χάραξη δημιουργεί ένα ορθογωνικό ρήγμα, ένα κεντρικό δημόσιο πλάτωμα όπου διανέμει τους επισκέπτες σε τέσσερις διακριτές πτέρυγες. Από αυτό το σημείο, η λειτουργία της όρασης οργανώνει τις διασπασμένες κατασκευές που αναδύονται από το έδαφος, σε ένα χωρικό και εννοιολογικό σύνολο.
Η πλατεία σηματοδοτεί την αρχή της ανάπτυξης των αναδυόμενων πτερύγων, αντιστρέφοντας την τυπολογία του αρχαιοελληνικού, περίπτερου ναού, από εσωστρεφές κτίριο σε εξωστρεφές. Η διαρρύθμιση των όψεων με την εναλλαγή κενού-πλήρους, παραπέμπει στα στωικά κτίρια των αρχαιολογικών ευρημάτων της Ακαδημίας. Τα ίχνη της ιστορίας και η μνήμη της πόλης αλληλοεπιδρούν με το νέο κτίριο συνδέοντας το ιστορικό παρελθόν με το εξελικτικό μέλλον.
Τα δώματα αναδύονται από το έδαφος ως φυσική συνέχεια, εμφανίζοντας επικλινείς, βατές επιφάνειες, επεκτείνοντας την υπάρχουσα φυτεμένη επιφάνεια του άλσους ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν άνετες συνθήκες φυσικού φωτισμού και αερισμού, στους επισκέπτες και στους εργαζόμενους.
Στο εσωτερικό του μουσείου, η καθαρότητα και ευελιξία των εκθεσιακών χώρων επιτρέπει τον μετασχηματισμό και πολλαπλές πιθανές διατάξεις των εκθεμάτων, αναγνωρίζοντας τη βασική αρχή ότι η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος μεταλλάσσεται διαρκώς. Η εναλλαγή κλειστών και ανοικτών χώρων, η δυνατότητα θέασης του εσωτερικού του μουσείου από διαφορετικές οπτικές και σε διαφορετικό βαθμό αποσκοπούν στη δημιουργία μιας σχέσης οικειότητας μεταξύ μουσείου και επισκέπτη που θα οδηγήσει ακόμη και μη επισκέπτες να αισθανθούν την περιέργεια και την άνεση να διαβούν τις πόρτες του μουσείου ή να μετάσχουν των μηνυμάτων του.
Το μουσείο γίνεται έτσι «διάφανο» τόσο ως προς τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, όσο και ως προς τη διαχείριση του εσωτερικού του χώρου επιτρέποντας ένα δημιουργικό διάλογο τόσο με τις αρχαιολογικές ανασκαφές, το άλσος, την πόλη και τους κατοίκους της. Οι πολλαπλές αυλές και οι διαφορετικές θεάσεις προσκαλούν μια συμμετοχική ελεύθερη βίωση του χώρου από τους περιοίκους και τους επισκέπτες.
Το τοπίο αποτελεί τον βασικό πρωταγωνιστή της χωρικής ανάγνωσης. Οι νέες υπαίθριες διαδρομές καταδύονται ομαλά στον κόσμο του παρελθόντος, ενσωματώνοντας το κτίριο με το τοπίο και το άλσος διατηρείται ανέπαφο. Τα βατά δώματα επεκτείνουν την επιφάνεια του άλσους, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη εδαφοκαλυπτικών φυτών, θάμνων και μικρών δέντρων ενοποιώντας χωρικά και οπτικά τον φυτεμένο δημόσιο χώρο. Η υπάρχουσα φύτευση ενισχύεται με ενδημικά δέντρα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού τοπίου. Οι νέες διαμορφώσεις και η ανάπτυξη των φυτεμένων δωμάτων θα επιφέρουν αύξηση και εμπλουτισμό του πράσινου ισοζυγίου του άλσους, δημιουργώντας νέες συνθήκες υπαίθριων δραστηριοτήτων για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής.
Η νέα κτιριακή κατασκευή και το υπάρχον διαμορφωμένο περιβάλλον συχνά παρουσιάζονται ως δυο αντίθετες δυνάμεις οι οποίες προσπαθούν να επιβληθούν η μία της άλλης. Η πρόταση αναδεικνύει την δυνατότητα της ειρηνικής και αρμονικής συνύπαρξης και των δύο στοιχείων καθώς το ένα αποτελεί μέρος του άλλου, δημιουργώντας ένα νέο όλον. Η κατασκευή δεν δύναται να εννοηθεί αποκομμένη από την πρωταρχική της κατάσταση, την ανεπεξέργαστη φυσική ύλη. Αποτελεί εξ’ ορισμού μέρος του φυσικού περιβάλλοντος όπου χρειάζεται να υποστεί τον κατάλληλο μετασχηματισμό έτσι ώστε να ενωθεί ξανά με την γη.
Το αττικό φως, το υδάτινο στοιχείο, η χλωρίδα, η γεωμορφολογία του εδάφους συμπλέκονται αρμονικά με την κτιριακή δομή για να δώσουν έναν χώρο ελκυστικό για τον επισκέπτη, ανθρώπινης κλίμακας. Το μουσείο ως κτίριο, ως χώρος, ως σύνολο υλικών και άυλων μαρτυριών διαλέγεται με τον/την επισκέπτη/πτρια καθώς αυτός/ή ανακαλύπτει τη σχέση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, τη σημασία της μνήμης για το σήμερα.
Η υπαίθρια γλυπτοθήκη αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από το άλσος, συσχετίζοντας τα εκθέματα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές ανασκαφές της Ακαδημίας.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα μεταφέρονται οι υφιστάμενες αθλητικές δραστηριότητες (γήπεδα καλαθοσφαίρισης, ποδοσφαίρου) με αναβαθμισμένες υποδομές (κερκίδες, κρήνες, καθιστικά, φωτιστικά στοιχεία) καθώς και ο υπόγειος χώρος στάθμευσης.
Η πρόταση δίνει έμφαση στον σχεδιασμό ενός δημοσίου χώρου που συμπεριλαμβάνει το μουσείο, τις αρχαιολογικές ανασκαφές και χώρους αναψυχής και άθλησης, ενθαρρύνοντας την συμμετοχικότητα. Ο αρχές σχεδιασμού του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου προβάλλουν το όραμα της Αθήνας του μέλλοντος. Μιας πόλης που σχετίζει τις κτιριακές υποδομές με το φυσικό έδαφος και το τοπίο, μιας πόλης που σέβεται, αναδεικνύει και συνυπάρχει αρμονικά με την φύση και την ιστορία της, συμπεριλαμβάνοντας υπόψιν όλους τους πολίτες της.
Πηγή: Επιμέλεια: Χριστίνα Χρυσανθοπούλου / cchrisanthopoulou@naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου