Τρεις ιστορίες που μας εντυπωσίασαν από τη φετινή διοργάνωση του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας.
Οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας έριξαν αυλαία το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, με την ταινία «Επιστροφή στη Σεούλ» του Ντέιβι Τσου να κατακτά την Χρυσή Αθηνά Καλύτερης Ταινίας.
Στον απόηχο του κινηματογραφικού φεστιβάλ, θα θέλαμε να σταθούμε σε τρεις ταινίες που ξεχωρίσαμε κατά την διάρκεια των προβολών:
«Το μπλε καφτάνι»
Σκηνοθετημένη από την Μαριάμ Τουζανί, η ταινία «Το μπλε καφτάνι» έρχεται από το Μαρόκο για να μας αφηγηθεί μια κατά βάση ιστορία αγάπης, όχι μεταξύ δύο εραστών αλλά δύο ανθρώπων που συμπορεύθηκαν στη ζωή διαθέτοντας πραγματική έγνοια και εκτίμηση ο ένας για τον άλλο. Σε τέτοιο βαθμό που καταλήγουν σε μεταμόρφωση, λύτρωση και αμφισβήτηση μιας αυστηρά θρησκευτικής κοινωνίας.
«Σε μια από τις παλαιότερες συνοικίες του Μαρόκου, ένα παντρεμένο ζευγάρι συντηρεί ένα παραδοσιακό ραφείο και μαζί ένα γάμο από τον οποίο κάθε ερωτική διάθεση έχει παρέλθει. Εκείνη πασχίζει με την υγεία της και το πόσο της λείπει λίγη τρυφερότητα. Εκείνος παλεύει με την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του. Κι ένας νεαρός μαθητευόμενος έρχεται να τρυπώσει καταλυτικά ανάμεσά τους. Ένας κόσμος αγάπης ως απάντηση σε μια αναχρονιστική πραγματικότητα. Τρεις άνθρωποι που εφευρίσκουν πώς να συνυπάρξουν κόντρα στα σκληρά προστάγματα της ζωής», αναφέρει η σύνοψη της ταινίας.
Η ιστορία της ταινίας θα μπορούσε εύκολα να εκτραπεί στην κατηγορία δακρύβρεχτο μελόδραμα, όμως το πρώτο πράγμα που κάνει καλά η Τουζανί είναι να τηρεί τις ισορροπίες. Δεν θέλει να μας παρασύρει σε μια αβάσταχτα δακρύβρεχτη ατμόσφαιρα, εκβιάζοντας την συγκίνησή μας. Σαν άλλη μαέστρος έτσι αλλάζει τόνο και μεταπλάθει τις αναλογίες κάθε φορά που το δράμα αρχίζει να «βαραίνει» φορτίζοντας και αποφορτίζοντας την ταινία.
Το χρωστάει άλλωστε και στους ήρωές της, που φαίνεται ότι τους αγαπάει, τους καταλαβαίνει και συμπάσχει μαζί τους. Στα καλά και στα κακά. Γι αυτό και ξεκινάει την αφήγηση εστιάζοντας στον υποτονικό, βαλτωμένο και μάλλον ατυχή τους γάμο, για να αφαιρέσει στην πορεία σταδιακά τον φλοιό του και να φτάσει στο βάθος της σχέσης τους όπου βρίσκεται μια βαθιά αμοιβαία αγάπη.
Αυτούς τους ήρωες και το ιδιότυπο τρίγωνό τους τους παρακολουθούμε στην ταινία που εξελίσσεται με γνώμονα την πορεία της υγείας της ηρωίδας. Βιώνουμε αυτή την εξέλιξη μέσα από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, τις μεταπτώσεις των ηρώων αλλά και αυτόνομα τα πλάνα. Η Τουζανί αφηγείται τον πόνο με πλάνα από το σώμα της ηρωίδας της, με την απελπισία που καταβάλει τον σύζυγό της ακούγοντάς την να πονάει, με το ξέσπασμα του νεαρού μαθητευόμενου.
Συνολικά πρόκειται για μια συναρπαστική αφήγηση που συνδυάζει τον αισθησιασμό με τη θλίψη, τον σιωπηλό-υπαινικτικό τόνο με την οικειότητα και την έμφαση στις λεπτομέρειες, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις εργασίες της ραπτικής.
«Τα πνεύματα του Ινσερίν»
Η ταινία έρχεται δια χειρός Μάρτιν ΜακΝτόνα για να μας μεταφέρει στα εκπληκτικά τοπία και την καθημερινή ζωή ενός μικρού αγροτικού νησιού της Ιρλανδίας, όπου η ρουτίνα διαταράσσεται από την στιγμή που σπάει η φιλική σχέση των δύο κεντρικών ηρώων. Έτσι απλά γιατί ο ένας αποφάσισε ότι δεν συμπαθεί πλέον τον άλλο. Και από ένα ασήμαντο γεγονός δύο φίλοι κηρύσσουν τον πόλεμο και μας παραδίδουν μια μαύρη κωμωδία για την ενδογενή βία της Ιρλανδίας και το ακατανόητο του πολέμου.
«Άνοιξη του 1923, σε ένα μικρό νησί της Ιρλανδίας. Η μακροχρόνια φιλία μεταξύ δυο αντρών διαλύεται μυστηριωδώς, όταν ο ένας δηλώνει άξαφνα στον άλλο ότι δεν επιθυμεί καμία περαιτέρω συναναστροφή μαζί του. Το συμβάν προκαλεί σούσουρο στον ολιγάριθμο νησιωτικό πληθυσμό, ο οποίος γίνεται σιωπηλό ακροατήριο ενός χωρισμού που αρχικά φαντάζει ασήμαντος, όμως σύντομα παίρνει απρόσμενα σοβαρές διαστάσεις. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα ξανασμίγει τους Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον, το εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο του ‘’Αποστολή στη Μπριζ’’, και εμπνέεται μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς: μια ιλαροτραγωδία κατάμαυρου χιούμορ, σαρδόνιων διαλόγων και απρόσμενης συγκίνησης για τα όρια της ελευθερίας και της ατομικής βούλησης, το βάρος της ευθύνης μας απέναντι στους άλλους και τις σκοτεινές ειρωνείες της ανθρώπινης κατάστασης», αναφέρεται στη σύνοψη της ταινίας.
Η ταινία ξεκινά διαθέτοντας πιο έντονη την κωμική πινελιά και την ατμόσφαιρα της ελαφριάς φάρσας, ωστόσο, στην πορεία αποκτά πολύ πιο σκοτεινές αποχρώσεις που «λούζονται» διακριτικά με τον ήχο του πολέμου και τον αέρα της απόγνωσης όπως τον έχουμε δει στα κείμενα του Μπέκετ και του θεάτρου του παραλόγου.
Μέσα στην απλότητα και τους κωμικούς της διαλόγους η ταινία καταλήγει συγκλονιστική, αφήνοντας παράλληλα πολλούς συμβολισμούς και μια υπόνοια της τραγωδίας του υπόλοιπου κόσμου.
«Μέχρι να έρθει το αύριο»
Η ζωή για τις γυναίκες στο Ιράν εδώ και δεκαετίες είναι τρομερά ασφυκτική. Τον τελευταίο καιρό το βλέπουμε στην ειδησεογραφία καθώς στην χώρα είναι σε εξέλιξη ένα κύμα διαδηλώσεων με αφορμή τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί ύστερα από τη σύλληψή της από την αστυνομία ηθών γιατί δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ της.
Ο ιρανικός κινηματογράφος παρόλες τις «παρεμβολές» του καθεστώτος στη χώρα αναδεικνύει συχνά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει μία γυναίκα στην βαθιά συντηρητική κοινωνία του Ιράν. Μία τέτοια ταινία είναι το «Μέχρι να έρθει το αύριο» του Αλί Ασγκαρί.
«Ανύπαντρη μητέρα και φοιτήτρια δέχεται απροειδοποίητα τηλεφώνημα από τους γονείς της που της ανακοινώνουν ότι έρχονται να την επισκεφθούν. Με τη βοήθεια της κολλητής της, και με τον χρόνο να κυλά αμείλικτα εναντίον της, ξεχύνεται πανικόβλητη στη χαοτική Τεχεράνη προκειμένου να βρει κάποιον να κρατήσει το μωρό της για μια μέρα, καθώς οι δικοί της δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του. Με έναν σκληρό ρεαλισμό-σήμα κατατεθέν των καλύτερων στιγμών του ιρανικού σινεμά, αλλά και σαφείς επιρροές από τον Κριστιάν Μουνγκίου, ο Αλί Ασγκάρι κινηματογραφεί με αξιοζήλευτη στιβαρότητα την οδύσσεια μιας γυναίκας που αναζητά απεγνωσμένα συμμάχους σε μια εχθρική πόλη, και ταυτόχρονα τη θέση και την ταυτότητά της στο σύγχρονο Ιράν», αναφέρεται στη σύνοψη της ταινίας.
Παίζοντας με τον ρυθμό και τον τόνο του θρίλερ, η κάμερα στην ταινία του Ασγκάρι βρίσκεται σε διαρκή κίνηση ακολουθώντας τα βήματα των δύο ηρωίδων στην αναζήτηση ενός διαθέσιμου ανθρώπου να κρατήσει το δύο μηνών μωρό της μίας ώστε να μην αποκαλυφθεί στους γονείς της.
Κάθε φορά που καταρρέει μια λύση, οι δύο κοπέλες γίνονται πιο τολμηρές στις εναλλακτικές που σκαρφίζονται ανεβάζοντας παράλληλα και το ρίσκο της αποστολής τους. Στην πορεία η κατάσταση περιπλέκεται σημαντικά και η μητέρα μοιάζει να μην έχει επιλογή. Εκεί το βάζει στα πόδια και τα παίζει όλα για όλα. Μέχρι που όταν πια σταματάει να τρέχει, συνειδητοποιεί ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα.
Στην ταινία γίνεται τρομερή αξιοποίηση των δρόμων της Τεχεράνης, μιας πόλης σχεδόν παρακμιακής η οποία μεταμορφώνεται σε ένα εφιάλτη στην οδύσσεια των δύο γυναικών. Εφιάλτης γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν όσοι δεν διαθέτουν ταξικά προνόμια.
Συνολικά πρόκειται για μια ταινία που ενώ ποτέ δεν αυξάνει τους τόνους, διαθέτει ιδιαίτερη δυναμική και ένταση, ενώ παράλληλα καταλήγει να αναδείξει επιδέξια την τοξική πατριαρχία και την διαφθορά.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ- ivard@naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου