Dune ή Spider-Man;
Ήταν μια χρονιά που ο κορωνοϊός μας κράτησε μακριά από τα σινεμά στο πρώτο εξάμηνο. Τα θερινά άνοιξαν τον Μάιο και ο κινηματογράφος ξεκίνησε μια πορεία που έμοιαζε με ανάκαμψη: ωραίες ταινίες και πολυαναμενόμενες πρεμιέρες, φεστιβάλ και βραβεύσεις, ανοιχτές αίθουσες, έστω και με προϋποθέσεις.
Ήταν επίσης η χρονιά που ο Daniel Craig βρήκε χρόνο να πει αντίο στον αγαπημένο πράκτορα 007 με την ταινία «No Time to Die», o Steven Spielberg ασχολήθηκε με μιούζικαλ («West Side Story») και η Chloé Zhao μας εξέπληξε δύο φορές. Θετικά με την ταινία «Nomadland» που κατέκτησε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, με την ίδια να κερδίζει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, και να γίνεται η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας που κατακτά το βραβείο. Και αρνητικά με την ταινία «Eternals», μια εντυπωσιακή ταινία που κρύβει ένα μεγάλο «αλλά».
Γενικά ήταν μια χρονιά που τα Όσκαρ υιοθέτησαν άλλη προσέγγιση βραβεύοντας διαφορετικές και μη αναμενόμενες ταινίες.
Το 2021 ήταν η χρονιά που είδαμε στις αίθουσες ιδιάζουσες ταινίες, όπως το «First Cow» της Kelly Reichardt και το «Memoria» του Apichatpong Weerasethakul.
Ήταν η χρονιά που έφυγε από την ζωή ο σκηνοθέτης της ταινίας «Dallas Buyers Club», Jean Marc Vallee, και το metoo σάρωσε επιτέλους και την Ελλάδα.
Ήταν επίσης η χρονιά που η χώρα μας φιλοξένησε πολλές παραγωγές.
Είχε όμως και σημαντική ελληνική παραγωγή- από τα αγαπημένα του κοινού «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη, το «Digger» του Τζώρτζ Γρηγοράκη και το «Monday» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου μέχρι την ακατανόητα μεγάλη εμπορική επιτυχία «Ο Άνθρωπος του Θεού» της Γέλενα Πόποβιτς και τα φορτισμένα με μηνύσεις «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου.
Ήταν η χρονιά από την οποία αξίζει να κρατήσουμε το όνομα του Ryûsuke Hamaguchi, ο οποίος μας σύστησε την ιδιαίτερη ταινία του «Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας», ένα κολάζ ιστοριών με κύρια συστατικά τις συμπτώσεις, τη μελαγχολία και σίγουρα τις λάθος επιλογές. Το όνομα του σκηνοθέτη το κρατάμε γιατί η νέα του ταινία «Drive My Car» εμφανίζεται πρώτη σε πολλές λίστες κριτικών κινηματογράφου.
Ήταν η χρονιά που βαρεθήκαμε με το «Spencer» του Pablo Larraín, αν και η Kristen Stewart θα είναι πιθανότατα υποψήφια για Όσκαρ, και η χρονιά που μας απογοήτευσε το « Last Night in Soho» του Edgar Wright. Δεν ξετρελαθήκαμε με το «Annette» του Leos Carax, ενώ στο «The French Dispatch» του Wes Anderson βρήκαμε πιο ενδιαφέροντα τα ποπ κορν.
Κοιτώντας πίσω μία ακόμα περίεργη κινηματογραφική χρονιά, κρατάμε:
Μια καθηλωτική ταινία
Ήταν η ταινία που ανέλαβε το ιερό καθήκον να θυμίσει στους σινεφίλ που ζουν στην εποχή του κορωνοϊού πώς είναι να παρακολουθείς ένα υπερθέαμα που δεν θα μπορούσε πουθενά αλλού να γοητεύσει όσο στη σκοτεινή οθόνη. Μαγικό για τις αισθήσεις και απολαυστικό σε κάθε λεπτό το «Dune» κατάφερε αυτό που δεν κατάφερε ένα χρόνο νωρίτερα το «Tenet», να φέρει πίσω το κοινό στους κινηματογράφους για να τους καθηλώσει με μια εξωπραγματική περιπέτεια, εντυπωσιακά ειπωμένη.
Η μεταφορά του Denis Villeneuve του πρώτου μέρους του κλασικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Frank Herbert ήταν όνειρο και πρόκληση για τον σκηνοθέτη, όμως το αποτέλεσμα τον δικαιώνει καθώς ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα γεμάτος. Η ταινία έχει καταπληκτική εικόνα, αισθητική και ήχο και παράλληλα καταφέρνει να αναπλάσει την πυκνή ιστορία του Herbert που χρησιμοποιείται ως καμβάς για να «χτίσει» ο Villeneuve τους δικούς τους πλανήτες, τις δικές τους ερήμους, τα δικά του σκουλήκια της άμμου, τις δικές του πολιτικές ίντριγκες. Με δυο λόγια, οικειοποιείται το έργο του Herbert. Διαβάστε εδώ τους πέντε λόγους που κάνουν το «Dune» ξεχωριστό.
Το ταμείο του Spiderman
Είναι μια ταινία ανεκτίμητη για τους φανς των ταινιών του σύμπαντος της Marvel, και είναι η πρώτη ταινία που μέσα στο 2021 ξεπέρασε σε εισπράξεις το 1 δισ. Δολάρια. Οι φανς της ταινίας «Spider-Man: No Way Home» έδειξαν από την αρχή τις προθέσεις τους, μπλοκάροντας τους κινηματογράφους σε όλη τη Βόρεια Αμερική και καταρρίπτοντας το ρεκόρ εισπράξεων του πρώτου Σαββατοκύριακου για ταινία που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας- παρά την άνοδο των κρουσμάτων σε πολλά μέρη.
Το εντυπωσιακό ντεμπούτο της ταινίας απέφερε 260,1 εκατ. δολάρια σε πωλήσεις εισιτηρίων στις ΗΠΑ και τον Καναδά, με την ταινία να κερδίζει τον τίτλο του δεύτερου υψηλότερου εγχώριου πρώτου Σαββατοκύριακου όλων των εποχών-στην πρώτη θέση βρίσκουμε την ταινία «Avengers: Endgame» με ντεμπούτο 357,1 εκατ. δολάρια το 2019. Το άνοιγμα της ταινίας ξεπέρασε την πρόβλεψη του Boxoffice Pro για 224 εκατ. δολάρια, καθώς και τις προβλέψεις της ίδιας της Sony που έχει τη διανομή.
Τι θέλουμε να πούμε; Η ταινία ικανοποιεί τις ορέξεις των φανς - μιας και πρόκειται για μια χορταστική ταινία που τα έχει όλα, πραγματικά όλα-και παράλληλα γεννά- πέρα από κέρδη- την ελπίδα ότι η κινηματογραφική βιομηχανία μπορεί να «ορθοποδήσει» μέσα στην πανδημία, και παρά την υγειονομική κρίση.
Τις βασίλισσες του Netflix
Παραδοσιακά το Netflix κρατάει τα «δυνατά» του χαρτιά για την περίοδο πριν τις γιορτές. Πέρυσι έχασε κάπως ρυθμό, αλλά φέτος ξεμούδιασε και επανήλθε. Αφού μας χάρισε μερικές από τις πιο ανυπόφορες ταινίες της χρονιάς (πχ. «The Woman in the Window» του Joe Wright, «Beckett» του Ferdinando Cito Filomarino, «Army of the Dead» του Zack Snyder, «Red Notice» του Rawson Marshall Thurber) προχώρησε εκπλήσσοντας μας θετικά με άλλες (πχ. «I Care a Lot» του J Blakeson, «The White Tiger» του Ramin Bahrani, «The Harder They Fall» του Jeymes Samuel, «Bruised» της Michelle Rosenfarb, «The Guilty» του Antoine Fuqua, «Passing» της Rebecca Hall, «tick, tick...BOOM!» του
Lin-Manuel Miranda).
Κι έπειτα εισήλθε στο σινεμά των μεγάλων δημιουργών φιλοξενώντας στην πλατφόρμα την τελευταία ταινία του Paolo Sorrentino «Το χέρι του θεού». Το ιταλικό δράμα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και στο μεγαλύτερο μέρος της απολαυστική αφήγηση ενηλικίωσης στη Νάπολη την εποχή του Μαραντόνα και ενώ έχει λάβει χώρα μια τρομερή απώλεια, ωστόσο, δεν μπορεί να «αγγίξει» το επίπεδο των ταινιών των δύο άλλων μεγάλων σκηνοθετών τα έργα των οποίων απολαύσαμε στην υπηρεσία streaming.
Ο λόγος για την ταινία «Η εξουσία του σκύλου» της Jane Campion, που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας, και την ταινία «Dont look up» του Adam McKay που πρωτοθαυμάσαμε στο «Μεγάλο σορτάρισμα». Πρόκειται για δύο εξαιρετικές ταινίες, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία.
Η ταινία της Campion είναι αργόσυρτη, πανέμορφη στο μάτι με τη συγκλονιστική φωτογραφία και τα άγρια τοπία, που λες και είναι προέκταση του άγριου χαρακτήρα του Benedict Cumberbatch, ο οποίος καταπιάνεται με ένα πολύ διαφορετικό ρόλο «πλάθοντας» τον πιο συμπαθητικό κακεντρεχή νταή που κρύβει τις αδυναμίες του στη χαρά του bullying.
Γενικά οι ερμηνείες είναι το φόρτε της ταινίας, με εξαιρετικό για άλλη μια φορά τον Jesse Plemons, μια συγκινητική Kirsten Dunst και ίσως το μεγάλο αστέρι της ταινίας, Kodi Smit-McPhee, που αναδύεται τόσο δυνατός μέσα από ένα εύθραυστο χαρακτήρα. Η ταινία είναι όμως παράλληλα «δύσπεπτη» και ελλειπτική στην αφήγηση μιας ιστορίας που επιδέχεται ανάλυσης και προσωπικής εμπλοκής. Βασίζεται ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες και τις ερμηνείες, που κάνουν μια αργή ιστορία και εκ της πρώτης ματιάς, κοινότυπη, να «ίπταται».
Από την άλλη η ταινία του McKay είναι πιο ξεκάθαρη, ιδανική για πιο μεγάλο κοινό, εφόσον αυτό καλοδεχτεί τις προθέσεις του. Μας λέει μια ιστορία καταστροφής του κόσμου, που ξεκίνησε ως αναφορά στην κλιματική κρίση αλλά κάπου ξεπροβάλει η τρομερή ομοιότητα με την κατάσταση της υγειονομικής κρίσης. Σαν τραγική ειρωνεία που υπογραμμίζει το αναπόφευκτο σε ένα εχθρικό περιβάλλον το οποίο όλοι κοιτούν μυωπικά. Και εφόσον δεν βλέπουν μπροστά στη μύτη τους τον κίνδυνο, ο κίνδυνος δεν υπάρχει.
Η ιστορία του είναι πιο «βατή» από την «Εξουσία του Σκύλου», είναι όμως και αρκετά πολιτική. Και δεν σε αφήνει έτσι, σε καλεί να διαλέξεις πλευρά. Όχι για να διχάσει, αλλά γιατί σε ένα αγώνα επιβίωσης του πλανήτη η απάντηση πρέπει να είναι ενιαία, συντονισμένη, συντριπτική.
Τις festival approved ταινίες
Δύο από τις ταινίες που συζητήθηκαν πολύ φέτος τυγχάνει να είναι «χρυσές» σε δύο από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ. Ο λόγος για το «Titane» της Julia Ducournau που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών- και έγινε μόλις η δεύτερη γυναίκα σκηνοθέτης που κατέκτησε το μεγάλο βραβείο- και το «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό» του Radu Jude που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στη Berlinale.
Η ταινία της Ducournau με μια λέξη είναι ακραία. Αυτή η λέξη χαρακτηρίζει το σινεμά και την προσέγγισή της, η οποία δεν θέλει να εγκλωβίζεται στα όρια ενός είδους. Γι’ αυτό και η ταινία της αλλάζει εντελώς βάση και διάθεση μετά τα πρώτα αλλοπρόσαλλα 40 λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων βλέπουμε ένα όργιο βίας και δολοφονιών, φετιχιστικούς χορούς και σεξ με αυτοκίνητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρεμιέρα της ταινίας στην Αυστραλία, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σίδνεϊ, αναφέρθηκε ότι 13 άτομα λιποθύμησαν και αρκετοί υπέστησαν κρίσεις πανικού.
Όμως όλα γίνονται ακόμα πιο weird όταν πια η ταινία ακολουθήσει την δραματική της πορεία εξερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους δένονται οι «κατεστραμμένοι» και μοναχικοί άνθρωποι υιοθετώντας μία σύμβαση που βασίζεται, παρά την ακραία απόδοση, σε τι άλλο; Στην αγάπη. Μέσα από αυτήν γίνεται συμπαθής στους θεατές και η ποτέ-δεν-ξέρεις-ποιον-θα-σκοτώσει-στη συνέχεια κεντρική ηρωίδα.
«Υπάρχει η εποχή πριν το Titane και η εποχή μετά το Titane», έχει σχολιάσει ο Vincent Lindon που πρωταγωνιστεί στην ταινία, στο πλάι της Agathe Rousselle. Για πολλούς στη Γαλλία η συμμετοχή του στην ταινία ήταν το πραγματικό σοκ καθώς είδαν τον εθνικό τους θησαυρό να υποδύεται έναν αλλόκοτο ήρωα που απέχει μακράν από τους ρόλους με τους οποίους τον έχουν συνδέσει.
Εξίσου περίεργη αλλά σε εντελώς διαφορετική γραμμή ήταν η ρουμάνικη ταινία που στέφθηκε βασίλισσα στο Βερολίνο. Αταξινόμητη στο είδος αλλά με σαφείς προθέσεις, η ταινία χωρίζεται σε τρία αποσπάσματα.
Το πρώτο και το τελευταίο αφορούν το homemade ερωτικό βίντεο ενός ζευγαριού που διαρρέει στο διαδίκτυο με αποτέλεσμα να απειλείται με απόλυση η γυναίκα που συμμετέχει στο βίντεο και η οποία είναι καθηγήτρια στο επάγγελμα. Το δεύτερο, εμβόλιμο, μέρος πατάει παύση στη δράση εξηγώντας μας με καυστικό και ειρωνικό τρόπο διάφορες λέξεις, ενώ στην ουσία δομεί την κοινωνία μέσα στην οποία βλέπουμε το κεντρικό ζευγάρι να ζει.
Το Βουκουρέστι που κυριαρχεί στο πρώτο μέρος, με την απόλυτη τρέλα στους δρόμους και τα σούπερ μάρκετ είναι απίστευτα οικείο σε όποιον ζυμώνεται καθημερινά στο αθηναϊκό παράλογο. Το δεύτερο μέρος θα μπορούσε να είναι αυτόνομο και μπαλαντέρ, βρίσκοντας χρήση σε πολλές ταινίες και είδη ιστοριών. Το τρίτο απογειώνει την έλλειψη σοβαρότητας με στόχο να ειπωθεί κάτι σοβαρό που είναι και ο στόχος της ταινίας σαν σύνολο. Και αν δεν έλειπε όλη αυτή η επιμονή να γίνει αυτό κατανοητό και να διαφανούν οι ξεδιάντροποι μηχανισμοί που κινούν την κοινωνία, η ταινία θα ήταν ακόμα πιο απολαυστική. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την ταινία.
Τους φάρους της μνήμης
Φέτος παρακολουθήσαμε τα έργα μεγάλων σκηνοθετών. Ένας από αυτούς ήταν ο Pedro Almodóvar που μας σύστησε τις «Παράλληλες Μητέρες» του. Περισσότερο πολιτικός από ποτέ, ο Ισπανός καταπιάνεται με το θέμα της μνήμης, της ιστορίας, της καταγραφής. Και είναι απολαυστικός καθώς συνδυάζει το προσωπικό με το πολιτικό στοιχείο, «μπερδεύοντας» την ιστορία δύο γυναικών που γνωρίζονται στον τοκετό με τις «ουλές» της ισπανικής ιστορίας και του εμφυλίου πολέμου που είναι «ορατές» μέχρι σήμερα. Και αφού είναι «ορατές» γιατί πολλοί κάνουν πως δεν τις βλέπουν, αναρωτιέται ο Almodóvar βάζοντας τις γυναίκες του να αναζητήσουν και να διασώσουν την αλήθεια μέσα από τα μικρά βιώματα που συνιστούν το ψηφιδωτό της ισπανικής ιστορίας. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την ταινία.
Σε ιστορικά μονοπάτια κινείται και η Jasmila Zbanic με την ταινία «Quo Vadis Aida?» από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη που ήταν η μεγάλη νικήτρια των 34ων Βραβείων της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η Zbanic μεγαλωμένη στα χαλάσματα της Γιουγκοσλαβίας φέρει την εμπειρία και το τραύμα του πολέμου, εμποτίζοντάς τα στις ταινίες της. Η οδυνηρή ιστορία της Βοσνίας έχει σφραγιστεί από τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, στην οποία εστιάζει με τρόπο διακριτικό αλλά άκρως δραματικό η ταινία εκθέτοντας τα γεγονότα μέσα από τα μάτια μιας μητέρας που εργάζεται στα Ηνωμένα Έθνη ως μεταφράστρια και προσπαθεί να σώσει τους δύο γιους και τον άντρα της. Από την ιστορία ξέρουμε ότι το καλοκαίρι του 1995 εκτελέστηκαν από τις μονάδες του σερβικού στρατού και υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς, πάνω από 8.000 Βόσνιοι μουσουλμάνοι άντρες και αγόρια. Μέσα από την υποψία του θανάτου, η ταινία περνάει εκκωφαντικά το μήνυμά της. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την ταινία.
Με την πρόσφατη ιστορία μιας χώρας, της οποίας έχει προσωπικό βίωμα, καταπιάνεται και ο Kenneth Branagh με την ταινία του «Belfast». Το ερωτικό γράμμα του σκηνοθέτη στη γενέτειρά του στη Βόρεια Ιρλανδία, μας γυρίζει πίσω στην εποχή των Ταραχών και τον τρόπο που βίωνε την Ιστορία και τις συγκρούσεις ένα μικρό παιδί. Το ημι-αυτογραφικό δράμα συγκρίνεται ήδη με το «Roma» του Alfonso Cuarón λόγω κάποιων κοινών χαρακτηριστικών- ασπρόμαυρη ταινία με ιστορικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πολλοί την βλέπουν επίσης ήδη στα βραβεία Όσκαρ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην ταινία συναντιέται ο εφιάλτης της πολιτικής αναταραχής με την νοσταλγική διάθεση, ένα μείγμα εξαιρετικό κι ας του λείπει ο τόνος της απελπισίας που θα περίμενε κανείς στην αφήγηση μιας ιστορίας από το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο.
Με μια άλλη μνήμη καταπιάνεται η ταινία «The Father» του Florian Zeller, βραβευμένη με το Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (Florian Zeller-Christopher Hampton) και Α’ Ανδρικού Ρόλου (Anthony Hopkins). Τα δομικά στοιχεία της ταινίας είναι η ερμηνεία του Hopkins και ο αποπροσανατολισμός που προκαλεί η απουσία της μνήμης στον βασικό ήρωα, ο οποίος πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Η ταινία σέρνει τον θεατή στο χάος του μυαλού του ήρωα μη ξέροντας ποτέ τι είναι αλήθεια και τι όχι. Έτσι καταφέρνει να γίνει μια «μεταδοτική» εμπειρία, «κοιτώντας» στο μυαλό του ήρωα και γι’ αυτό φλερτάρει με το στοιχείο του τρόμου. Ο ήρωας έχει να αντιμετωπίσει μια αγχωτική και τρομακτική πραγματικότητα. Πλέον αγνοεί ότι χάνει την αίσθηση του εαυτού του στο χώρο και το χρόνο. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την ταινία.
Τις ταινίες που έκαναν αφηγηματικό καμβά το σώμα
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό αλλά και ξεδιάντροπο κινηματογραφικό δείγμα της χρονιάς για τη χρήση του σώματος στην αφήγηση είναι η ταινία «Benedetta» του Paul Verhoeven.
Η αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας δύο γυναικών που συναντιόνται σε μοναστήρι. Ο ι διαθέσεις του Verhoeven είναι σαρκαστικές, και τις εφαρμόζει πρώτα από όλα στο σώμα της βασικής ηρωίδας του. Κάθε διαδρομή της ταινίας περνάει από ένα γυμνό πλάνο, ώστε στο τέλος, αν σου μένει κάτι, είναι ο τρόπος που ηδονίζεται η Benedetta, τα στήθη της και η αταλάντευτη πίστη της ότι συνδέεται με τον Θεό.
Ιδιαίτερη χρήση του γυναικείου σώματος γίνεται και στην ταινία «Titane» της Julia Ducournau. Χωρίς διάθεση σαρκασμού, και σίγουρα χωρίς την παραμικρή ηδονοβλεπτική πρόθεση, η σκηνοθέτιδα χρησιμοποιεί το σώμα για να δείξει την αποσύνδεση, τα βίαια ένστικτα της ηρωίδας που τροφοδοτεί το σώμα και την αλλαγή καθώς ανακαλύπτει την αγάπη. Ο ρόλος της Agathe Rousselle ως Αλέξια είναι κατά κύριο λόγο σωματικός και επίπονος. Ξεκινάει χρησιμοποιώντας ερωτικά το σώμα της ως στρίπερ, μας κατατοπίζει για την έλξη που νιώθει για τα αυτοκίνητα κάνοντας σεξ με ένα, την βλέπουμε, αν και μικρόσωμη, να παίρνει τρομερή δύναμη στο μέρος που «χάνεται» στη βία δολοφονώντας όποιον βρεθεί μπροστά της κι έπειτα «μπαίνει», μικραίνει, κακοποιεί το σώμα της για να μεταμορφωθεί σε ένα αγόρι. Σε αυτό το ρόλο θα παραμείνει επίπονα πολύ όσο συγχρονίζεται και συντονίζεται με τον Vincent Lindon, που με βάση τη σύμβασή τους θα γίνει η αγάπη που την αποδέχεται. Δίπλα της ο Lindon εμφανίζεται εξίσου σωματικός που φέρει τον πόνο, αν και με διαφορετικό τρόπο.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / ivard@naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου