Ήταν ένα πολύ μικρό χωριό. Τόσο μικρό, που δεν το είχαν οι μεγάλοι χάρτες της χώρας. Τόσο μικρό, που είχε μόνο μια μικρούτσικη πλατεία και στη μοναδική του πλατεία, ένα μονάχα δέντρο.
Όμως, ο κόσμος αγαπούσε εκείνο το χωριουδάκι, αγαπούσε την πλατεία και το δέντρο του – ένα τεράστιο πλατάνι που βρισκόταν ακριβώς στη μέση της πλατείας. Και ακριβώς στο κέντρο της καθημερινής ζωής του χωριού. Κάθε απόγευμα γύρω στις εφτά, μετά τη δουλειά τους, οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού συναντιόνταν στην πλατεία, φρεσκολουσμένοι, χτενισμένοι και ντυμένοι για να κάνουν δυο-τρεις βόλτες γύρω από το πλατάνι.
Για πάρα πολλά χρόνια, οι νέοι, οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους διασταυρώνονταν καθημερινά κάτω απ’ το πλατάνι.
Εκεί είχαν κλείσει σπουδαίες δουλειές, εκεί είχαν πάρει καθοριστικές αποφάσεις για την κοινότητα, εκεί είχαν οριστεί γάμοι κι εκεί θυμούνταν τους νεκρούς τους για χρόνια και χρόνια.
Μια μέρα, κάτι διαφορετικό και θαυμαστό συνέβη. Από μια ρίζα του πλατάνου ξεπετάχτηκε, άξαφνα, ένα πράσινο κλαδάκι με δύο μοναδικά φύλλα που σημάδευαν τον ήλιο.
Ήταν ένα βλαστάρι. Το πρώτο βλαστάρι που έβγαζαν οι ρίζες του πλατάνου από τότε που τον θυμούνταν.
Μετά την αρχική συγκίνηση, δημιουργήθηκε μία επιτροπή που οργάνωσε μία γιορτή για το γεγονός.
Προς έκπληξη των διοργανωτών, δεν ήρθαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στη γιορτή. Ορισμένοι έλεγαν ότι το βλαστάρι θα δημιουργούσε επιπλοκές.
Λίγες μέρες μετά άρχισε να σκάζει και δεύτερο βλαστάρι. Και μέσα σ’ ένα μήνα, πάνω από είκοσι πράσινα κλαδάκια φύτρωναν πάνω στις γκρίζες ρίζες του πλατάνου.
Η χαρά των μεν και η αδιαφορία των δε, θα διαρκούσε λίγο. Το ανακοίνωσε ο φύλακας της πλατείας. Κάτι συνέβαινε στο γέρικο πλατάνι. Τα φύλλα του ήταν πολύ κίτρινα, αδύναμα κι έπεφταν εύκολα. Ο φλοιός του κορμού του, που άλλοτε ήταν τρυφερός και σαρκώδης, τώρα ήταν ξερός κι έσπαγε. Ο φύλακας έβγαλε μια διάγνωση.
«Το πλατάνι είναι άρρωστο». Και ίσως να πέθαινε.
Εκείνο το απόγευμα, στον απογευματινό περίπατο, άνοιξε μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στους χωριανούς. Ορισμένοι έλεγαν πως έφταιγαν τα βλαστάρια. Τα επιχειρήματά τους ήταν σαφή. Όλα πήγαιναν καλά προτού εμφανιστούν τα βλαστάρια.
Οι υπερασπιστές των νέων βλαστών έλεγαν ότι το ένα δεν είχε σχέση με το άλλο, και τα βλαστάρια ήταν μια εξασφάλιση για το μέλλον – αν κάτι πάθαινε το πλατάνι.
Με τη συζήτηση, δημιουργήθηκαν δύο ομάδες σαφώς αντίθετες: η μία έδινε προτεραιότητα στο γέρικο πλατάνι και η άλλη στα νέα βλαστάρια.
Δίχως να το καταλάβουν, η λογομαχία φούντωσε και οι δύο ομάδες απομακρύνθηκαν περισσότερο. Όταν βράδιασε, αποφάσισαν να συζητήσουν το θέμα σε μία γενική συνέλευση των κατοίκων την επόμενη μέρα, για να καλμάρουν τα πνεύματα.
Δεν καλμάρισαν όμως. Την επόμενη μέρα, οι «Υπερασπιστές του Πλατάνου» – όπως άρχισαν να αυτοαποκαλούνται – είπαν ότι η λύση του προβλήματος ήταν η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση. Τα βλαστάρια αφαιρούσαν δυνάμεις από το γέρικο πλατάνι ενεργώντας σαν παράσιτα του δέντρου. Συνεπώς, έπρεπε να κόψουν τα βλαστάρια για να σώσουν το πλατάνι.
Οι «Υπερασπιστές της Ζωής» – όπως είχε βαφτιστεί η δεύτερη ομάδα – άκουσαν ταραγμένοι την άποψη αυτή. Είχαν σκεφτεί κι εκείνοι μια λύση να προτείνουν. Έπρεπε να κοπεί το γέρικο πλατάνι, που είχε πια ολοκληρώσει τον κύκλο του. Το μόνο που έκανε ήταν να κόβει φως και νερό από τα νεογέννητα. Εξάλλου, ήταν μάταιο να υπερασπίζεις το πλατάνι αφού, ούτως ή άλλως, το γέρικο δέντρο ήταν σχεδόν νεκρό.
Η διαμάχη κατέληξε σε λογομαχία, η λογομαχία σε καβγά με φωνές, βρισιές και κλοτσιές. Η αστυνομία διέλυσε τη φασαρία και τους έστειλε όλους στα σπίτια τους.
Οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» συγκεντρώθηκαν τη νύχτα και αποφάσισαν ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι ηλίθιοι αντίπαλοί τους δεν έπαιρναν από λόγια και συνεπώς έπρεπε να δράσουν. Οπλίστηκαν με κλαδευτήρια, κασμάδες και φτυάρια και πήγαν στην πλατεία. Αν κατέστρεφαν τα βλαστάρια, οι διαπραγματεύσεις θα γίνονταν με άλλους όρους.
Έφτασαν στην πλατεία πολύ ικανοποιημένοι. Όταν πλησίασαν στον πλάτανο είδαν μια ομάδα ανθρώπων να στοιβάζει ξύλα γύρω από το πλατάνι. Ήταν οι «Υπερασπιστές της Ζωής» που σκόπευαν να του βάλουν φωτιά.
Οι δύο ομάδες υπερασπιστών ήρθαν πάλι στα χέρια, μόνο που τώρα τα χέρια τους ήταν οπλισμένα με μίσος, οργή και διάθεση για καταστροφή.
Πολλά βλαστάρια ποδοπατήθηκαν και πληγώθηκαν με τον καβγά. Αλλά και το γέρικο πλατάνι έπαθε κάμποσες ζημιές στον κορμό και τα κλαδιά του.
Πάνω από είκοσι «υπερασπιστές» και των δύο πλευρών κατέληξαν στο νοσοκομείο πληγωμένοι, άλλος λίγο κι άλλος σοβαρά.
Το επόμενο πρωί, η πλατεία είχε διαφορετική όψη. Οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» είχαν υψώσει ένα φράχτη γύρω από το δέντρο και τέσσερις ένοπλοι το φύλαγαν συνέχεια.
Οι «Υπερασπιστές της Ζωής», από τη μεριά τους, είχαν σκάψει μια τάφρο και είχαν κυκλώσει με αγκαθωτό σύρμα τα βλαστάρια που απέμεναν, για να τα προστατέψουν.
Αλλά και στο υπόλοιπο χωριό, η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη. Οι δύο ομάδες, προσπαθώντας να κερδίσουν υποστήριξη, δημιούργησαν πόλωση και ανάγκασαν τους πάντες να πάρουν θέση. Όποιος υπερασπιζόταν το πλατάνι ήταν εξ ορισμού εχθρός των «Υπερασπιστών της Ζωής» και οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» μισούσαν θανάσιμα όποιον υπερασπιζόταν τα βλαστάρια.
Τελικά, αποφάσισαν να πάνε το θέμα στον Ειρηνοδίκη, που ήταν τότε ο εφημέριος της μικρής εκκλησίας. Θα έβγαζε την απόφασή του την επόμενη Κυριακή.
Το ακροατήριο ήταν χωρισμένο μ’ ένα σχοινί και οι δύο πλευρές βρίζονταν. Φώναζαν τρομερά και κανένας δεν ακουγόταν.
Άξαφνα άνοιξε η πόρτα και στο διάδρομο, ακολουθούμενος από τα βλέμματα όλων, βάδισε ο Γέρος με το μπαστούνι του.
Ο Γέρος, που σίγουρα ήταν πάνω από εκατό ετών, είχε ιδρύσει το χωριό εκείνο στα νιάτα του. Αυτός είχε σχεδιάσει τους δρόμους, είχε μοιράσει τη γη και, φυσικά, είχε φυτέψει το δέντρο.
Ο Γέρος ήταν σεβαστός από όλους, και τα λόγια του διατηρούσαν την ίδια διαύγεια όπως σε όλη του τη ζωή. Απόδιωξε τα χέρια που προσφέρονταν να τον βοηθήσουν, και με δυσκολία ανέβηκε στο βήμα και μίλησε.
«Ηλίθιοι!» είπε. «Ονομάζετε τους εαυτούς σας «Υπερασπιστές του Πλάτανου» και «Υπερασπιστές της Ζωής»… Υπερασπιστές; Εσείς είστε ανίκανοι να υπερασπίσετε οτιδήποτε, γιατί ο μόνος σας στόχος είναι να βλάψετε όποιον σκέφτεται διαφορετικά.
Το πλατάνι δεν είναι από πέτρα. Είναι ζωντανός οργανισμός και σαν τέτοιος κάνει τον κύκλο του. Ο κύκλος της ζωής του περιλαμβάνει και το να δώσει ζωή σ’ όσους θα συνεχίσουν. Δηλαδή, να προετοιμάσει τα βλαστάρια που θα γίνουν μετά καινούργια πλατάνια.
Όμως τα βλαστάρια, ανόητοι, δεν είναι μόνο βλαστάρια. Δεν μπορούν να ζήσουν αν το πλατάνι πεθάνει, και η ζωή του πλάτανου δεν έχει νόημα αν δεν μπορεί να μετατραπεί σε νέα ζωή.
Ετοιμαστείτε «Υπερασπιστές της Ζωής». Προπονηθείτε και οπλιστείτε. Σύντομα θα έρθει η ώρα να βάλετε φωτιά στα σπίτια των γονιών σας και να κάψετε κι εκείνους μαζί. Σύντομα θα γεράσουν και θα εμποδίζουν το δρόμο σας.
Ετοιμαστείτε «Υπερασπιστές του Πλάτανου». Αρχίστε με τα βλαστάρια. Πρέπει να μπορέσετε να ποδοπατήσετε και να σκοτώσετε τα παιδιά σας όταν εκείνα θα θελήσουν να σας αντικαταστήσουν ή να σας ξεπεράσουν.
Και θέλετε να λέγεστε «Υπερασπιστές»!
Εσείς, το μόνο που θέλετε είναι να καταστρέψετε… Και δεν αντιλαμβάνεστε ότι καταστρέφοντας και καταστρέφοντας, θα καταστρέψετε αναπόφευκτα όλα όσα θέλετε να υπερασπίσετε. Σκεφτείτε! Δεν σας απομένει πολύς χρόνος…»
Και με τα λόγια αυτά, κατέβηκε αργά από το βήμα και βάδισε προς την πόρτα μέσα στην απόλυτη σιωπή….
Και έφυγε
Πηγή: Από το βιβλίο «ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» του Χόρχε Μπουκάι – εκδ. opera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου