Δεν είναι εύκολο να ανταποκριθείς στην πρόκληση μιας συνεργασίας με το Χοροθέατρο του Βούπερταλ που ακόμα αναπνέει μέσα από τον μύθο της Πίνα Μπάους.
Και μάλιστα να δημιουργήσεις μια παράσταση σε μικρό χρονικό διάστημα με ένα χορευτικό ανσάμπλ που δεν έχει ως τώρα ξεφύγει από τη σκηνική γλώσσα της σπουδαίας δημιουργού του.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου τόλμησε αυτό το επικίνδυνο εγχείρημα εκμαιεύοντας - σε μένα τουλάχιστον - αντιφατικά συναισθήματα.
Αρχικά η συνάντηση με την πηγή της νεανικής του έμπνευσής τον ώθησε σε ένα φόρο τιμής προς το πρόσωπο της Πίνα, με αποκορύφωμα να ενσωματώσει στη δημιουργία του τις καρέκλες που χρησιμοποίησε η χορογράφος στο θρυλικό "Καφέ Μύλλερ" (1978).
Και έπειτα ξεχύθηκε σε ένα αποσπασματικό κολάζ - αναδιατυπωμένων - εικόνων που είχαν χαράξει προηγούμενες δουλειές του. Τα σουρεαλιστικά πολλαπλά πόδια μιας γυναίκας, το «αποκεφαλισμένο» γυναικείο - αντί για ανδρικό - κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια ενός ολόγυμνου χορευτή, που θυμίζει τον πίνακα του Καραβάζο στον οποίο ο Δαβίδ κρατάει το κεφάλι του Γολιάθ , τα γυμνά σώματα νέων αγοριών, το αργό κατρακύλισμα από τα στρώματα είναι κάποια απ΄ αυτά.
Ωστόσο, παρά την αίσθηση ότι πολλές από τις σκηνές που περνούν φευγαλέα μπροστά μας τις έχουμε ξαναδεί, αλλά και παρά την έλλειψη δραματουργικού ιστού, το έργο του Παπαϊωάννου εκθέτει και πάλι καινούριες, αισθητικά ηλεκτρισμένες, εικόνες.
Σ΄ αυτό το μωσαϊκό θραυσμάτων ξανασυναντάμε την εξαιρετική εικαστική του ματιά, τη σχέση του με τα αρχαϊκά αγάλματα και τη μυθολογία, την επιρροή μεγάλων ζωγράφων, τα σουρεαλιστικά όνειρα, τις θρησκευτικές αναφορές, την συνομιλία των δύο φύλων. Αλλά και την αιχμαλωσία των προσωπικών του αναμνήσεων, που εδώ εκφράζεται αμήχανα με το σούβλισμα του αρνιού, το πειραγμένο τσάμικο, τα πιάτα που πετιούνται στον αέρα.
Μια άλλη «παιγνιώδης» εικόνα, ξένη, όμως, προς την αισθητική του - και για μένα ενοχλητική - αφορά την απεικόνιση μιας κουζίνας εν ώρα δράσης. Μια γυναίκα τεμαχίζει έναν φαλλό, μια άλλη, σκαρφαλωμένη πάνω στον πάγκο, ρίχνει τα δικά της περιττώματα στα υλικά του φαγητού.
Στο τέλος της παράστασης ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ξαναβρίσκει τη δυναμική του τρυπώνοντας στις χαραμάδες του υποσυνείδητου. Ένας άντρας συσσωρεύει μια ντουζίνα καρέκλες στην πλάτη του χωρίς εν τέλει να μπορεί να τις συγκρατήσει, παραπέμποντας στον μύθο του Σίσυφου και, ενδεχομένως, στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου - ή του καλλιτέχνη - να κατακτήσει την αιωνιότητα. Και στην ύστατη σκηνή το αποτύπωμα των χορευτών πάνω σε ένα τοίχο είναι το μόνο που μένει από αυτή την δημιουργική συνύπαρξη, υπενθυμίζοντας το εφήμερο της τέχνης τους.
«Τα υπόλοιπα είναι σιωπή», που έλεγε και ο Σαίξπηρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου