Ο συγγραφέας θυμάται μια ζωή που έφευγε την ώρα που κάποια άλλη ερχόταν.
Πριν καμιά δεκαριά χρόνια, σε ένα διαμέρισμα, κάπου πίσω απ’ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, μαζευτήκαμε μια παρέα φίλων, ανήμερα των Χριστουγέννων. Αυτή ήταν μια αναπάντεχη νύχτα θαυμάτων και εκπλήξεων, μερικές ώρες μαγικές, ξεκομμένες απ’ την αληθινή ζωή.
Είχαμε καθίσει στο σαλόνι και πίναμε αλκοόλ, αστειευόμασταν, κάναμε κάποιες πρώτες αναγνωριστικές κουβέντες, δεν είχαμε όλοι με όλους τόσο μεγάλη οικειότητα, όμως η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη. Και τότε ένας από τους παρευρισκομένους, ένας νεαρός που δεν γνωρίζαμε πολύ καλά οι περισσότεροι, στάθηκε στη μέση του δωματίου κρατώντας το μισοάδειο ποτήρι του, μας κοίταξε όλους με ένα παράξενο βλέμμα, κάπως σαν ένα μειδίαμα ντροπαλό, και ύστερα σωπάσαμε σα να έπρεπε να το κάνουμε για να τον ακούσουμε.
Άρχισε να λέει, λοιπόν, με έναν τρόπο σταθερό αλλά και με φωνή που κόμπιαζε, ότι εκείνες τις ώρες θα έφευγε απ’ τη ζωή η αιωνόβια γιαγιά του, μπορεί ακόμα κι εκείνη τη στιγμή που εκείνος μας τα ανέφερε όλα αυτά, η γυναίκα να μη ζούσε, είχε τελειώσει ο χρόνος, μετρημένες οι ανάσες της. Για έναν λόγο, που τώρα δεν μπορώ να εξηγήσω, μα ούτε και τότε άλλωστε, όλοι φύγαμε από το σπίτι εκείνο που βρισκόμασταν και φτάσαμε κάπου στα Πετράλωνα, ήταν ένα παλιό διώροφο αρχοντικό σε ένα ύψωμα καμιά διακοσαριά μέτρα από τον Ηλεκτρικό.
Στον δεύτερο όροφο, βρισκόταν η μάνα του νεαρού, σιωπηρή και μόνη και παραμέσα, σε ένα στενόμακρο μα ευρύχωρο δωμάτιο, η γιαγιά. Το πρόσωπό της ήταν σκαμμένο, τα μάγουλα βυθίζονταν στις πτυχώσεις των οστών, τα μάτια της σαν φωτάκια υγρά τρεμοπαίζανε στο μισοσκόταδο. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω της, κανείς δεν προσπάθησε να της μιλήσει, μόνο ο εγγονός, με τη μητέρα στο φόντο, της χάιδευε λίγο τα αραιά της μαλλιά και έλεγε «Γιαγιά, γιαγιά…», μα τίποτ’ άλλο, δεν ήθελε κανείς να φορτίσει αυτή τη συνθήκη. Η γιαγιά φαινόταν σα να έχει πέσει σε έναν βαθύ λήθαργο, έβγαζε κάτι μικρούς ήχους απ’ το ξεραμένο της στόμα. Και αργότερα, αφού βγήκαμε και ξαναμπήκαμε, μία, δύο, δέκα, εκατό φορές σε κείνο το δωμάτιο, η γιαγιά με έναν πνιχτό γαλήνιο θόρυβο μας αποχαιρέτησε, την ώρα που γεννιόσουν Εσύ, ήταν εκείνη η ίδια μέρα, μόνος κι έρημος, με τα χνώτα των ζώων να σε καλωσορίζουν.
Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη με τίτλο «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο»κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου