Οραματιστής και πάντοτε ιδεολόγος, ο Γεωργιάδης θέλησε να εναρμονίσει την κινηματογραφία της πατρίδας του με τα νέα ρεύματα και τις τάσεις που ξεπηδούσαν στην Ευρώπη, κάνοντας ένα σαφώς «ευρωπαϊκότερο» και σίγουρα πιο εξωστρεφή κινηματογράφο.Ως ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς δημιουργούς του ελληνικού σινεμά, ο σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός Βασίλης Γεωργιάδης άφησε ανεξίτηλα χαραγμένο το αποτύπωμά του στο σελιλόιντ της χώρας μας.
Οραματιστής και πάντοτε ιδεολόγος, ο Γεωργιάδης θέλησε να εναρμονίσει την κινηματογραφία της πατρίδας του με τα νέα ρεύματα και τις τάσεις που ξεπηδούσαν στην Ευρώπη, κάνοντας ένα σαφώς «ευρωπαϊκότερο» και σίγουρα πιο εξωστρεφή κινηματογράφο.
Η δική του ιστορία στην 7η τέχνη της Ελλάδας είναι μια πορεία εν πολλοίς μοναχική, προσωπική και συνήθως μακριά από εξαρτήσεις κεφαλαίων. Ο Γεωργιάδης επέλεξε να παραμείνει αυτόνομος για να κάνει το σινεμά που ονειρευόταν, μιας και τα μεγάλα στούντιο ήθελαν πάντα τον τελικό λόγο στις παραγωγές τους.
Κι έτσι πέρασε τελικά στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά κιτάπια, ως άοκνος εργάτης της τέχνης, ως αδάμαστος δημιουργός και ως ιδεολόγος ακατάβλητος, θέλοντας να αναβαθμίσει τη θέση του ελληνικού σινεμά εκεί στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κάνοντάς τον εφάμιλλο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Κι έτσι ο «δάσκαλος» όλων Γεωργιάδης είδε όχι μία, αλλά δύο ταινίες του στην τελική πεντάδα για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, χάνοντας το τελικά από προσωπικότητες της 7ης τέχνης που θα ένιωθε ασφαλώς τιμή να συγκρίνεται μαζί τους. Ονόματα σαν του Φελίνι δηλαδή και το «8½» του, μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των κινηματογραφικών εποχών!
Ο Γεωργιάδης απόλαυσε πάντως πολύ το γεγονός πως τόσο τα «Kόκκινα φανάρια» (1963) του όσο και «Tο χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1966) πέρασαν στην τελική φάση των Όσκαρ, δικαιώνοντας ενδεχομένως το όραμά του να φέρει στο σινεμά της πατρίδας του άγνωστα είδη, όπως το γουέστερν, και να αναμείξει ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία, συνθέτοντας μια πλουσιότερη αφήγηση και πυκνότερη κινηματογραφικά φόρμα.
Και το έκανε αυτό πάντα μόνος! Ισοβίως μακριά από τα μεγάλα στούντιο της εποχής, έκανε ταινίες που ξεχώριζαν παγκοσμίως και τον έφερναν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, όπως στη βενετσιάνικη Μόστρα το 1961 για την «Κατάρα της μάνας», τις Κάννες και τα ίδια τα Όσκαρ. Ακόμα και υποψηφιότητα για Xρυσή Σφαίρα είχε στο ενεργητικό του (1968), καθώς τα «Kορίτσια στον ήλιο» του αποδείχθηκαν ακαταμάχητα.
Κάνοντας πράγματα εντελώς καινοτόμα για το ελληνικό σινεμά του καιρού του, μπολιάζοντας ας πούμε ρεαλισμό και ποίηση στην ίδια σεκάνς, ο απλός και ταπεινός Γεωργιάδης των βραβείων, των φεστιβάλ και των γεμάτων αιθουσών πέρασε κάποια στιγμή στην τηλεόραση, κάνοντας το γυαλί να αγγίξει ταβάνι. Δικές του δουλειές ήταν οι ιστορικές και κλασικές σήμερα σειρές «O Xριστός ξανασταυρώνεται», «Γιούγκερμαν», «Πανθέοι», «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», που καθήλωναν άλλοτε το κοινό στους δέκτες του.
Μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο μεγάλος αυτός δάσκαλος του ελληνικού σινεμά έζησε την επαγγελματική καταξίωση και τη δικαίωση του οράματος του, αν και αυτός που τον τίμησε ουσιαστικότερα ήταν ο κόσμος με την αποδοχή του, ο τελικός αποδέκτης και ο πιο σκληρός κριτής κάθε δημιουργού.
Αν και ο Γεωργιάδης θα έφευγε τελικά από τη ζωή πικραμένος…
Πρώτα χρόνια
Η δική του ιστορία στην 7η τέχνη της Ελλάδας είναι μια πορεία εν πολλοίς μοναχική, προσωπική και συνήθως μακριά από εξαρτήσεις κεφαλαίων. Ο Γεωργιάδης επέλεξε να παραμείνει αυτόνομος για να κάνει το σινεμά που ονειρευόταν, μιας και τα μεγάλα στούντιο ήθελαν πάντα τον τελικό λόγο στις παραγωγές τους.
Κι έτσι πέρασε τελικά στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά κιτάπια, ως άοκνος εργάτης της τέχνης, ως αδάμαστος δημιουργός και ως ιδεολόγος ακατάβλητος, θέλοντας να αναβαθμίσει τη θέση του ελληνικού σινεμά εκεί στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κάνοντάς τον εφάμιλλο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Κι έτσι ο «δάσκαλος» όλων Γεωργιάδης είδε όχι μία, αλλά δύο ταινίες του στην τελική πεντάδα για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, χάνοντάς το τελικά από προσωπικότητες της 7ης τέχνης που θα ένιωθε ασφαλώς τιμή να συγκρίνεται μαζί τους. Ονόματα σαν του Φελίνι δηλαδή και το «8½» του, μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των κινηματογραφικών εποχών!
Ο Γεωργιάδης απόλαυσε πάντως πολύ το γεγονός πως τόσο τα «Kόκκινα φανάρια» (1963) του όσο και «Tο χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1966) πέρασαν στην τελική φάση των Όσκαρ, δικαιώνοντας ενδεχομένως το όραμά του να φέρει στο σινεμά της πατρίδας του άγνωστα είδη, όπως το γουέστερν, και να αναμείξει ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία, συνθέτοντας μια πλουσιότερη αφήγηση και πυκνότερη κινηματογραφικά φόρμα.
Και το έκανε αυτό πάντα μόνος! Ισοβίως μακριά από τα μεγάλα στούντιο της εποχής, έκανε ταινίες που ξεχώριζαν παγκοσμίως και τον έφερναν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, όπως στη βενετσιάνικη Μόστρα το 1961 για την «Κατάρα της μάνας», τις Κάννες και τα ίδια τα Όσκαρ. Ακόμα και υποψηφιότητα για Xρυσή Σφαίρα είχε στο ενεργητικό του (1968), καθώς τα «Kορίτσια στον ήλιο» του αποδείχθηκαν ακαταμάχητα.
Κάνοντας πράγματα εντελώς καινοτόμα για το ελληνικό σινεμά του καιρού του, μπολιάζοντας ας πούμε ρεαλισμό και ποίηση στην ίδια σεκάνς, ο απλός και ταπεινός Γεωργιάδης των βραβείων, των φεστιβάλ και των γεμάτων αιθουσών πέρασε κάποια στιγμή στην τηλεόραση, κάνοντας το γυαλί να αγγίξει ταβάνι. Δικές του δουλειές ήταν οι ιστορικές και κλασικές σήμερα σειρές «O Xριστός ξανασταυρώνεται», «Γιούγκερμαν», «Πανθέοι», «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», που καθήλωναν άλλοτε το κοινό στους δέκτες του.
Μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο μεγάλος αυτός δάσκαλος του ελληνικού σινεμά έζησε την επαγγελματική καταξίωση και τη δικαίωση του οράματος του, αν και αυτός που τον τίμησε ουσιαστικότερα ήταν ο κόσμος με την αποδοχή του, ο τελικός αποδέκτης και ο πιο σκληρός κριτής κάθε δημιουργού.
Αν και ο Γεωργιάδης θα έφευγε τελικά από τη ζωή πικραμένος…
Πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Γεωργιάδης γεννιέται στις 12 Αυγούστου 1921 στον Ελλήσποντο της Μικράς Ασίας, σε μια ταραγμένη για τον ελληνισμό εποχή. Η οικογένεια θα καταφτάσει την επόμενη χρονιά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, στο Ξυλόκαστρο, αναζητώντας νέες πατρίδες. Εκεί θα μεγαλώσει ο μικρός Βασίλης και εκεί θα μαγευτεί από τη σκοτεινή αίθουσα και τις κινούμενες εικόνες που προβάλλονταν στο πανί.
Κάποια στιγμή κατεβαίνει λοιπόν στην Αθήνα για δουλειά και ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνει είναι να μετατρέψει σε στέκι το κυλικείο του κινηματογράφου «Σταρ» στην Ομόνοια, παρακολουθώντας ό,τι ταινία παιζόταν εκεί. Εκεί άκουσε για μια κινηματογραφική σχολή που είχε μόλις ανοίξει στην Αθήνα (Ακαδημία Κινηματογραφικών Σπουδών), στην οποία κατευθύνθηκε τάχιστα για να γραφεί στο τμήμα σκηνοθεσίας.
Παρά το γεγονός ότι η σχολή έκλεισε την επόμενη χρονιά (1951), ο Βασίλης είχε ήδη λατρέψει τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, παραμένοντας διαχρονικά λάτρης τους. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, ήταν πια ώρα να ασχοληθεί στα σοβαρά με τον κινηματογράφο.
Είχε κάνει εξάλλου τον βοηθό σκηνοθέτη στον ίδιο τον Νίκο Τσιφόρο και μόνο άπειρος δεν ήταν κινηματογραφικά. Ο Γεωργιάδης λειτούργησε σαν βοηθός του Νίκου Τσιφόρου στις ταινίες «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) και «Τελευταία Αποστολή» (1949), του Φρίξου Ηλιάδη στη «Νεκρή Πολιτεία» (1951), του Ντίνου Δημόπουλου στα φιλμ «Χαρούμενο Ξεκίνημα» (1954) και «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955), αλλά και του Νίκου Κούνδουρου στη «Μαγική Πόλις» (1956).
Έχοντας θέσει τις βάσεις για την επαγγελματική του πορεία στο σινεμά και με μακρά πια συνεργασία με τον Φίνο, δεν ακολουθεί όμως την πεπατημένη! Την ώρα λοιπόν που συνεχίζει να δουλεύει ως βοηθός σκηνοθέτη, γυρίζει την πρώτη του ταινία με δικά του κεφάλαια, μακριά από τη χρηματοδότηση των στούντιο και τις εξαρτήσεις των παραγωγών στο δημιουργικό αποτέλεσμα.
Ένα ιδιοσυγκρασιακό φαινόμενο του ελληνικού κινηματογράφου είναι έτοιμο να γεννηθεί…
Ο Γεωργιάδης των οσκαρικών υποψηφιοτήτων και των μεγάλων επιτυχιών
Για τις ανάγκες μάλιστα του φιλμ, ο Γεωργιάδης κατέφυγε στα μεγάλα στούντιο, αναγκάζοντας τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές, τις εταιρίες παραγωγής Φίνος Φιλμ και Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, να συνεργαστούν, καθώς το κόστος ήταν υπέρογκο! Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία-ορόσημο για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με γυρίσματα σε φυσικούς χώρους. Το «ελληνικό γουέστερν» του Γεωργιάδη είναι πλέον γεγονός! Αλλά και η διεθνής πορεία των ταινιών του, καθώς η ταινία προβλήθηκε ως «Blood on the Land» σε Ευρώπη και ΗΠΑ, διαγράφοντας μια ανεπανάληπτη πορεία στις σκοτεινές αίθουσες της Δύσης.
Αλλά και τα φεστιβάλ του πλανήτη φυσικά. Ο Γεωργιάδης έφτασε ως και το Κάρλοβι Βάρι της Τσεχίας και το εκεί σπουδαίο φεστιβάλ, απ’ όπου θα φύγει με το Βραβείο Μουσικής Σύνθεσης για τον συνθέτη του Μίμη Πλέσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου