Κριτική Ταινίας: «Pieta - Έλεος»
«Πιετά» (στα Ελληνικά: Έλεος) λέγεται το μαρμάρινο γλυπτό
του Μιχαήλ Άγγελου που αναπαριστά την Αποκαθήλωση του Ιησού και κοσμεί τη
βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Από αυτή την αριστουργηματική σύνθεση
του μεγάλου ζωγράφου και γλύπτη εμπνεύστηκε ο ιδιάζων σκηνοθέτης Κιμ Κι-Ντουκ
και έφτιαξε μια ταινία με θέμα την αγάπη, την απάνθρωπη βία και το έλεος.
«Pieta»
Η συναλλαγή μεταξύ γλυπτικής και κινηματογράφου έδωσε μια κινηματογραφική βερσιόν της «Πιετά» και ο κορεάτης κινηματογραφιστής με το λιτό και πλούσιο ύφος κατάφερε να αποσπάσει το Χρυσό Λέοντα στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας.
Μια σιδερένια αλυσίδα με ένα γάντζο βουτηγμένο στο αίμα αποτελεί την πρώτη εικόνα που αντικρίζει ο θεατής της ταινίας «Πιετά». Το συγκεκριμένο πλάνο έρχεται να συνοψίσει και τα περισσότερα που θα ακολουθήσουν.
Η κάμερα του Κιμ Κι- Ντουκ περιφέρεται σε παράγκες από λαμαρίνες, σε σιδεράδικα και διάφορα συνεργεία όπου πάμπτωχοι εργάτες και μεταλλοτεχνίτες δίνουν αγώνα για τη ζωή. Το συγκεκριμένο τοπίο συνιστά και το πεδίο δράσης του κεντρικού προσώπου: του Κανγκ-Ντου (Λι Γέονγκ Γιν).
Ο Κανγκ-Ντου έχει αναλάβει να μαζέψει τα χρήματα ενός τοκογλύφου στον οποίο χρωστάνε οι σιδεράδες της παραγκογειτονιάς που «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Έχοντας δανειστεί ποσά με υπέρογκο τόκο, αδυνατούν να τα ξεπληρώσουν. Ο Κανγκ-Ντου, όμοια με δήμιο, τους υποβάλλει σε ακρωτηριασμό προκειμένου να εισπράξουν χρήματα από την ασφάλεια και έτσι να αποπληρώσουν τα παράλογα χρέη τους.
Μέλη του ανθρώπινου σώματος κόβονται με τα ίδια μηχανήματα που κόβονται τα σίδερα. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας άνθρωπος-τέρας που χωρίς κανένα δισταγμό ή οίκτο επιτελεί το έργο του με έναν αέρα αποκαρδιωτικής ψυχρότητας και εκδίκησης. Ο σκηνοθέτης σε αρκετά σημεία υπερβάλλει αλλά, πολύ συχνά, η τέχνη χρησιμοποιεί την υπερβολή ως μέσο κατάδειξης μορφών κοινωνικής παθογένειας βάζοντας το θεατή σε σκέψεις.
Ο Κανγκ-Ντου μεγάλωσε χωρίς οικογένεια. Στο δρόμο του θα βρεθεί μια μεσήλικη γυναίκα (Κανγκ Εουνγίν) που ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του. Είναι, όμως, πραγματικά η μητέρα του ή κάποια άλλη; Ο σκηνοθέτης διαχέει το φιλμικό του κείμενο με μια αμφισημία ξεβολεύοντας το θεατή και εγείροντας ποικίλους συλλογισμούς. Όπως και στην ταινία του «Time» του 2007, παιχνίδια ταυτότητας και ένωσης δύο βασανισμένων ψυχών βγαίνουν στην επιφάνεια δίνοντας την εντύπωση ότι αποτελούν ένα είδος εμμονής του σκηνοθέτη.
Ο Κανγκ-Ντου, αν και στην αρχή φέρεται σκληρά στη γυναίκα, θα την αποδεχτεί τελικά ως μάνα του. Έκτοτε, η ζωή του αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά. Το πρόσωπο του κακοποιού γίνεται βαθμιαία πιο ανθρώπινο. Η αγάπη αλλάζει τους ανθρώπους, τους κάνει τόσο πιο συμπονετικούς και καλούς όσο πιο απάνθρωπους και βάναυσους τους καθιστά η έλλειψη αυτής. Ο Κιμ-Κι Ντουκ περνά έντεχνα αυτό το μήνυμα μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό και σκληρό που κυριαρχείται από το χρήμα. Ωστόσο, η ιστορία δεν σταματά εδώ δίνοντας ένα αφελές happy-end. Το φιλμ, ακραία δραματικό και σκληρό, επιφυλάσσει στο κοινό απρόσμενες εξελίξεις και μετά τον ερχομό της γυναίκας-μητέρας στην καθημερινότητα του δήμιου.
Βίαια περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο, όπου οι ρόλοι
αντιστρέφονται και ο θύτης παίρνει το ρόλο του θύματος ενώ το θύμα γίνεται
ξαφνικά θύτης. Η μητέρα παίρνει εκδίκηση και ταυτόχρονα λυπάται τον άμοιρο
Κανγκ-Ντου για την τόσο μοναχική και παγερή ζωή του, τη στερημένη από κάθε
ίχνος στοργής και αγάπης. Ίσως οίκτο για το πρόσωπό του αισθανθούν και μερικοί
θεατές, τουλάχιστον στο τέλος της ιστορίας.
Ο Κιμ-Κι Ντουκ με την «Pieta» εκθέτει ανάγλυφα στην οθόνη τη δύναμη της αγάπης και τον αιώνια άρρηκτο δεσμό μεταξύ μητέρας και γιού. Κάποιες σκηνές σεξουαλικά φορτισμένες παραπέμπουν σε οιδιπόδειες αναφορές.
Ο συνδυασμός ήχου και εικόνας πολλές φορές αυξάνει τη δραματική ένταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, σε μια σκηνή, το νανούρισμα που λέει η γυναίκα-μητέρα ενώ ο Κανγκ-Ντου χτυπάει δυνατά την πόρτα. Οι ήχοι από τα βίαια τραντάγματα στην πόρτα σε συνδυασμό με τη γλυκιά μελωδία του νανουρίσματος που ακούγεται ταυτόχρονα συνθέτουν ένα αντιθετικό σύνολο που αντανακλά εύσχημα την κατάσταση.
Όπως στις περισσότερες ταινίες του Κιμ Κι-Ντουκ, και στην «Pieta» οι ήρωες είναι στο περιθώριο της κοινωνίας, μοναχικοί και αποκομμένοι από το σύνολο. Με λιτό και απέριττο τρόπο, αυτοδίδακτος καθώς είναι, ο κορεάτης σκηνοθέτης στήνει το πορτρέτο μιας κοινωνίας διεφθαρμένης από το χρήμα και βάναυσα σκληρής.
Η σκληρότητα και η ασχήμια αντανακλάται περίφημα στα πλάνα με τα σιδηρικά παντός είδους που γεμίζουν την οθόνη, με τις ξεφλουδισμένες πόρτες από λαμαρίνα ή ακόμη και με το ασοβάτιστο μεγάλο και ψυχρό κτίριο κάτω από το οποίο θα βρουν τέλος οι ήρωες. Το τελευταίο πλάνο μοιάζει να αντανακλά τα λόγια της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για να αγαπώ».
Παίζουν: Λι Γέονγκ Γιν, Κανγκ Εουνγίν, Γιο Μιν Σο, Κιμ Γιάε Ροκ, Οκ Γιν Γιονγκ. H ταινία προβάλλεται από την Ama Films.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου