Η ταινία είναι διαθέσιμη για streaming στην πλατφόρμα του Netflix.
Η Μέριλιν Μονρόε πέθανε πριν από 60 χρόνια, έχοντας χτίσει γερά τα θεμέλιά της ως σύμβολο της ποπ κουλτούρας. Διατηρώντας ανεξάντλητη τη γοητεία που ασκεί στο κοινό, κατάφερε να μπει παντού, σε κάθε πτυχή της, και να επιβιώσει μέχρι σήμερα. Πώς είναι επομένως δυνατόν μια ταινία για το απόλυτο και διαχρονικό είδωλο να αποτυγχάνει τόσο εκκωφαντικά;
Γιατί η ταινία του Άντριου Ντόμινικ αποτυγχάνει. Όχι γιατί δεν πλάθεται μια αγιογραφία. Ή γιατί η Μονρόε με την κομματισμένη ψυχοσύνθεση που βλέπουμε δεν επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή Μονρόε που έχουμε στο μυαλό μας. Ούτε γιατί δεν είναι ιστορικά ακριβής και πρόκειται για μια ψεύδο-βιογραφία- αν και η ζωή της ήταν τόσο τραγική που δεν χρειάζονταν όλες αυτές οι μυθοπλαστικές παρεμβάσεις για να υπογραμμίσουν την τραγωδία της. Και ίσως τελικά το πραγματικό λάθος της ταινίας να ξεκινάει από εκεί, από την ώρα που ξεκινάει να απομακρύνεται από τα πραγματικά γεγονότα.
Παράλληλα, η ταινία «σπάει» την Μονρόε στα δομικά της στοιχεία και αυτό που ανασυνθέτει είναι απλά μια ψόφια- με την έννοια του δίχως σπίθα- παρουσία. Η αφήγηση προσπαθεί να ανακαλύψει την Νόρμα Τζιν, το κορίτσι δηλαδή της διπλανής πόρτας, αγνοώντας πως αυτό ήταν το κορίτσι που έφτιαξε την Μέριλiν Μονρόε. Και έτσι καταλήγει όχι μόνο να μην μπορεί να της αποτίσει φόρο τιμής, αλλά και κάποιες φορές να φαίνεται πως την σιχαίνεται.
Ο Ντόμινικ, ο οποίος βασίζεται στην υποψήφια για Πούλιτζερ μυθιστορηματική βιογραφία της Τζόις Κάρολ Όουτς, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα για τον ψυχισμό και τον χαρακτήρα της Μονρόε και δημιουργεί μια ταινία που να ταιριάζει σε αυτό το προφίλ, παραποιώντας κάποιες φορές την ιστορία σε τέτοιο βαθμό που το μόνο που φαίνεται να παραμένει κοντά στην ίδια είναι ο τρόπος που πουλήθηκε το σώμα και η εικόνα της.
Προφασίζεται την εσωτερικότητα που της αποδίδεται στο βιβλίο για να καταδικάσει τον τρόπο με τον οποίο κυριαρχούσαν τα βλέμματα πάνω της και έβγαζαν συμπεράσματα για την ύπαρξή της με βάση το είδωλό της, αλλά διαπράττει το ίδιο αδίκημα καθιστώντας την ξανά αντικείμενο εκμετάλλευσης. Και τελικά απολαμβάνει τη θυματοποίησή της.
2022 © Netflix / 2022 © Netflix Βλέπουμε συνέχεια τα στήθη της, βλέπουμε τεράστιες ανακρίβειες, βλέπουμε πράγματα που υπάγονται στη σφαίρα του cringe και του άβολου (βλ. τα έμβρυα που μιλάνε, όχι γιατί μιλάνε αλλά γιατί γίνεται με τρομερή κακοτεχνία) και μέσα σε όλα αυτά βλέπουμε ένα συνεχές μονοπάτι φτιαγμένο από πόνο και οδύνη. Όμως πώς έφτασε εκεί; Γιατί στην ταινία η Μονρόε είναι καταδικασμένη από την αρχή.
Αν και ατέλειωτα βαρετό- σε σημείο που στα τελευταία 40 λεπτά εύχεσαι να πεθάνει-, το «Blonde» είναι μια όμορφη ταινία, με τρομερή φωτογραφία και μια Άνα ντε Άρμας που τα δίνει όλα, κι ας μην μπορεί εκ των πραγμάτων να αποθεώσει την Μονρόε. Γιατί ο Ντόμινικ δεν της επιτρέπει ποτέ να μας μεταφέρει την φυσική της χάρη ή την οξυδέρκεια του χαρακτήρα της. Τελικά ίσως βλέπουμε τη ζωή μιας Μέριλιν Μονρόε από ένα παράλληλο σύμπαν, που κάπως μοιάζει με το δικό μας.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ- ivard@naftemporiki.gr