Δεν λές. Φεύγεις αθόρυβα, στις μύτες των ποδιών....
Μαζεύεις σε μια βαλίτσα ότι σου απέμεινε και φεύγεις.
Φεύγεις χωρίς να κοντοσταθείς, χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου.
Φεύγεις χωρίς εξηγήσεις, ξέρεις πώς ήρθε η στιγμή.
Και άργησες να φύγεις…και το ξέρεις, κι είναι ένας απ’τους λόγους που δυσκολεύεσαι πιά ν’αντικρύσεις το είδωλο σου στον καθρέφτη.
Γιατί έμεινες…
Έμεινες πολύ περισσότερο απ’όσο έπρεπε να μείνεις, πολύ περισσότερο απ’όσο άντεχες.
Έμεινες από φόβο μην τον χάσεις…μά έμεινες τόσο που στο τέλος έχασες εσένα.
Είναι βλέπεις, στις κατάρες του έρωτα, ο ένας απ΄τους δυό πάντα να μένει, μέχρι να δεί τι θα συμβεί, μέχρι να εξαντλήσει κάθε όριο αντοχής, μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Τώρα προσπαθείς ν’ανακτήσεις τις δυνάμεις σου. Προσπαθείς να ζήσεις με την απώλεια.
Ακούς τους φίλους που σου λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα και περιμένεις…περιμένεις και’σύ να γιατρευτείς. Προσπαθείς να κυριαρχήσεις στις σκέψεις σου.
Να σταματήσεις να ρίχνεις το φταίξιμο στον εαυτό σου. Και σιγά σιγά τα καταφέρνεις…κρύβεις τις πληγές σου πίσω από ένα χαμόγελο και συνεχίζεις…
Μονάχα τις νύχτες, κάποιος αναστεναγμός, παραφυλάει στην άκρη των χειλιών σου κάθε φορά που κοιτάς τον ουρανό και ξέρεις, πώς κάπου εκεί έξω, βρίσκεται κι αυτός.
Κάτω απ’τον ίδιο ουρανό.
Αυτός που δεν μπορούσες να φανταστείς την ζωή σου χωρίς εκείνον πρωταγωνιστή.
Αυτός που τώρα πιά δεν είναι άλλο παρά μια ανάμνηση, μία θολή εικόνα.
Αυτός που έφυγες και δεν σε κράτησε.
Αυτός που σε άφησε να τον αφήσεις.
Αυτός που δεν πρόλαβες ν’αποχαιρετίσεις.
Πώς λές αντίο σε κάποιον που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν;
Δεν λες.
Luna Punk – loveletters.gr